Σηκώθηκε η νύχτα, χωρίς φωνή, φορώντας το χρυσαφένιο της κάλυμμα
Και το φεγγάρι – αμείλικτο, παρόν – να κοιτάει -,
δίχως να χαμογελάει.
Ότι απέμεινε αιωρείται σαν καπνός σ΄ άδεια αίθουσα,
μια ανάμνηση που δεν θυμάμαι αν την έζησα
ή την φαντάστηκα.
Με τη βαρύτητα της σιωπής, με τον ίλλιγο μιας γνώσης άρρητης.
Το φεγγάρι μεγάλωσε. Εκεί που το φως είναι πιο σκοτεινό.
Σύμβολα κάποιου άλλου σύμπαντος που κάνουν πρόβα πάνω μας.
Να είσαι παρών εκεί που τίποτα δεν σε καλεί.
Εκεί που τίποτα δεν έρχεται.
– Κι όμως, είναι όλα εκεί. –
Ένα σύννεφο πέρασε αργά, σαν σκέψη που δεν τολμήθηκε,
να ολοκληρωθεί.
Η σελήνη – αδιάφορη σχεδόν –
δεν ζήτησε εξηγήσεις. Μόνο υπήρξε. Και φώτισε.
Όχι όσα ήθελες. Μα, όσα υπήρχαν ήδη:
σιωπηλά, κρυμμένα, φοβισμένα.
Σ΄ αθώρητα όνειρα, σαν εκκρεμές παλιάς ζυγαριάς,
ξενυχτάς το μέσα σου, καθώς καταπατάς αυτό που λαχταράς.
Διαβάλλεις το είναι σου και παραπατάς:
Ουτοπικά, όπως πάντα.
Ο Γιάννης Πρίντεζης παρακολουθεί το πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής του ΕΑΠ και παραπατά σε ένα σχοινί. Στη μια άκρη η φιλοσοφία, στην πιο κάτω η λογοτεχνία – αναζητώντας την ισορροπία. Μεγαλωμένος στη Σύρο, πλέον κάπου κοντά στα 40 δηλώνει ερωτευμένος με την ποίηση σαν έναν αλλιώτικο τρόπο ζωής και όχι απλώς ένα νόημα ή ένα εσωτερικό ταξίδι ευαισθησίας. Ονειροπόλος – τελειομανής με βασικό όπλο την ενσυναίσθηση και τη λατρεία για τη φύση, σκαλίζει και γράφει στίχους – ξεβράζοντας – σε προσωπικές κρυψώνες, όλο του το είναι!