Επιλογή Σελίδας
Αρχική 9 Δρώμενα 9 Βιβλιοπαρουσιάσεις 9 Κριτική τοποθέτηση του Νίκου Καψιάνη στο έργο του Αντώνη Χαριστού ΕΜΠΟΡΟΣ ΚΑΤΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, από τις εκδόσεις Υψικάμινος

Κριτική τοποθέτηση του Νίκου Καψιάνη στο έργο του Αντώνη Χαριστού ΕΜΠΟΡΟΣ ΚΑΤΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, από τις εκδόσεις Υψικάμινος

από | Ιούλ 6, 2025 | Βιβλιοπαρουσιάσεις, Άρθρα, Επιστημονικά, Δρώμενα

Τρεις πράξεις θεατρικού, με τρεις εκάστη από αυτές σκηνές.

Στην αρχική πράξη ο Αντώνης Χαριστός ως  σύγχρονος Δημήτρης Ψαθάς, αναβιώνει την κωμωδία, εφαρμόζοντας παιδαγωγική σάτιρα, προκειμένου να φέρει στο προσκήνιο «μαύρες» αλήθειες. Χρησιμοποιώντας τον πρωταγωνιστή Πολυχρόνη, στο ρόλο άλλοτε του αχόρταγου (πρπ «Ο αχόρταγος», Ψαθάς, 1966) άλλοτε του ψεύτη (πρπ «Ζητείται ψεύτης», Ψαθάς, 1953), άλλοτε του εμπαθή χαρτοπαίκτη (πρπ «Η χαρτοπαίκτρα», Ψαθάς, 1963) ο Πολυχρόνης είναι άτομο καρμίρης και τσιγκούνης, που εμπαίζει και εκμεταλλεύεται τον αλλοδαπό Αλί, τον οποίο έχει από μικρό παιδί στη δούλεψή του, αφήνοντάς τον να ζει υπό άθλιες συνθήκες, ενώ αποφασίζει συνάμα να τον καταδικάσει σ’ ένα χειρότερο μέλλον, προκειμένου να προσπορίσει μεγαλύτερο ίδιον όφελος. Ταυτόχρονα μέσα από τους κωμικούς διαλόγους με το φίλο του Παπαδόπουλο, ορέγεται κι άλλο χρήμα, το οποίο θα του έλθει άκοπα, κάτω από καπηλευμένες και παρά το νόμο συνθήκες, ενώ αναδεικνύει παράλληλα το πάθος του για το χαρτοπαίγνιο και τον τζόγο.Κάθε κουβέντα που εκπορεύεται από το στόμα του Πολυχρόνη, φανερώνει την αλαζονεία και την αμετροέπεια του ατόμου, υπό το πρίσμα μιας επιτηδευμένης, εύκολης και συνάμα χαλαρής, ψευτιάς.

Ο ψευτοκομμουνισμός, η δήθεν συμπόνια, η αντιστροφή πραγματικότητας, προκύπτουν αβίαστα στην έκβαση της πράξης, ως μιερά, δίχως συνέπειες, του λόγου μιάσματα. Όλα τα ως άνω της πρώτης πράξης, συντελούνται σκόπιμα, ανήμερα Πρωτομαγιάς, προκειμένου ο Χαριστός να εκμαιεύσει από το θεατή τη μεγιστοποίηση της αίσθησης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω τη Σωκράτεια παιδαγωγική μαιευτική μεθοδολογία, για να υπερτονίσει την ειρωνεία συμπεριφοράς, ως σύγχρονης τραγικής, συμβαδίζοντας και με τον προεισαγωγικό στο έργο στόχο, της μεγέθυνσης κι όχι του απλού αντικατοπτρισμού της πραγματικότητας, κατά τη χρησιμοποιούμενη ρήση του Μαγιακόφσκι : «Η τέχνη όχι σαν καθρέφτης να αντανακλά, αλλά σαν φακός να μεγεθύνει».

Στη δεύτερη πράξη τα πράματα σοβαρεύουν σταδιακά, με το Χαριστό να αναδεικνύει από σκηνή σε σκηνή το μεγαλείο του λογοτέχνη που, μέσω περιγραφικής λεκτικής δεινότητας, μας είχε αφήσει εμβρόντητους διαβάζοντας το έργο του «Αγία Οικογένεια». Όπως στο βιβλίο έτσι και στο θεατρικό τούτο, οι σκηνές μας προετοιμάζουν για κάτι ιδιαίτερα σκληρό που πρόκειται ακολούθως να πραγματευτούν και το οποίο δεν είναι άλλο από την πράξη της παιδικής κακοποίησης. Κάπως έτσι, στα μισά του έργου, θίγεται η αδιαφορία των κρατικών λειτουργών φανερώνοντας στον αναγνώστη -θεατή, την ανυπαρξία της κρατικής μέριμνας, που αφήνει προκειμένου να απαλλαγεί από ένα πρόβλημα, επί πληρωμή, δίχως ουσιαστική εποπτεία, κυριολεκτικά εν λευκώ, ένα δωδεκάχρονο κωφάλαλο κορίτσι, στη φροντίδα, αλλά πρακτικά στα χέρια και στις ορέξεις, του Πολυχρόνη. Ως αποκορύφωμα της πράξης, τα όσα διαδραματίζονται κατά την τρίτη σκηνή. Τότε ο πρωταγωνιστής, πέραν της ψευτιάς και της τσιγκουνιάς που μέχρι την προγενέστερη σκηνή τον παρουσίαζαν έναν κατά βάση επιπόλαιο, δίχως ενσυναίσθηση των λεγομένων του, χαρακτήρα, τώρα αποκαλύπτει το αληθινό του πρόσωπο, μέσα από την ακραία συμπεριφορά του επί του παιδιού, ένα πρόσωπο απόλυτα βίαιο και σαδιστικό. Ο Πολυχρόνης όχι μόνο χτυπά το παιδί, ξεγυμνώνοντας τη σάρκα του, αλλά φτάνει στο σημείο να ουρήσει ακόμα και στο ψωμί που του παρέχει. Η ασθένεια της κωφαλαλίας μεγεθύνει στην πράξη αυτή την απελπισία του ανήμπορου αδυνάμου ανήλικου, προς επίρρωσιν της προαναγραφόμενης στο κεφάλαιο  αναφοράς, του Marshall McLuhan: «Η βία, είτε φυσική, είτε ψυχική, είναι μια αναζήτηση της ταυτότητας και του νοήματος.  Όσο λιγότερη ταυτότητα, τόσο μεγαλύτερη βία».

Η τρίτη πράξη ξεκινά με το ψέμα που για ακόμα μια φορά διαστρέφει από τα χείλη του Πολυχρόνη την αλήθεια, συνεχίζει με την απόλυτη εξακολουθητική αδιαφορία των δημόσιων υπηρεσιών, για την κατάσταση του κοριτσιού μετανάστη, μέσα από το τηλεφώνημα και τις απαντήσεις που αντιλαμβανόμαστε να δέχεται από την υπάλληλο της κρατικής πρόνοιας ο Παπαδόπουλος, για να κορυφωθεί, στη μεν δεύτερη σκηνή με το πάθος του ήρωα για τον τζόγο που του προκαλεί χρεωκοπία, στη δε τελευταία, με τη σωματική εκμετάλλευση που φτάνει στη σεξουαλική παιδική κακοποίηση, από αδίστακτους, κρατικούς μάλιστα, λειτουργούς, όπως εφοριακός, αστυνόμος, ακόμα και εισαγγελέας.  Με τη σωματική βία να καταλήγει στον επερχόμενο βιασμό της ανήλικης, που αφήνεται με το κλείσιμο του έργου να εννοηθεί, η χρησιμοποίηση τώρα της δωδεκάχρονης παραπέμπει μοιραία το σημερινό αναγνώστη και θεατή στο σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι, φέρνοντας στο νου την κοινωνική αναλγησία που υπέστη η δωδεκάχρονη από τον Κολωνό, δια της σωματικής και σεξουαλικής εκμετάλλευσης, από ανθρώπους πέραν υποψίας.

Οι διάλογοι στην τελευταία σκηνή λειτουργούν όχι μόνο παροντικά, αλλά διασταλτικά του χώρου, των προσώπων και του χρόνου, καταμαρτυρώντας πέραν του προφανούς παρόντος, όσα γενικότερα και συνέβαιναν και θα συνεχίσουν να γίνονται, όχι μόνο στο δώμα του βιβλιοπωλείου, αλλά σε ολάκερη την πόλη, αποκαλύπτοντας ως δράστες κακοποιητικής συμπεριφοράς, ακόμα και μη παρόντα σημαίνοντα μάλιστα πρόσωπα, όπως αστυνομικούς διοικητές, εισαγγελείς και όχι μόνο. Μακάρι συνεπώς οι εννέα σκηνές μυθοπλασίας, να αφορούσαν μόνο στη «δαιμόνια» φαντασία του Αντώνη Χαριστού, τις οποίες καθώς απλώνει ευφυώς, μέσα από περιγραφική επιδεξιότητα, θα λειτουργούσαν μόνο προληπτικά αποτρεπτικά για την κοινωνία, προς την αποφυγή αντίστοιχων απεχθών καταστάσεων. Καθίστανται, ωστόσο, διαβάζοντάς τις, κοινωνικά υπαρκτές, κάνοντας εμφανές, πως τελικά η σκέψη του δημιουργού εμπνέεται από πραγματικά σκληρά και άδικα κοινωνικά γεγονότα, που εκπέμπουν τη διαχρονικά ανάλγητη δυστυχία του πάσχοντα κοινωνικά αδυνάμου, ο οποίος, αναζητώντας χείρα βοηθείας από τον ισχυρό, λαμβάνει ψήγματα δήθεν ελεημοσύνης, με βαρύτατο αντίτιμο την τελική παράδοση της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του στον υποτιθέμενο ελεήμονα, που καταλήγει να καταδυναστεύει εκμεταλλευόμενος και εξευτελίζοντας την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση του έχοντα την ανάγκη.

Το τρίπρακτο του Χαριστού καθίσταται δηλαδή βαθύτατα πολιτικό, εξαιρετικά επίκαιρο, εύστοχο, αλλά και εύστροφο, αποτελώντας δημιουργική πνευματική συνέπεια στην πορεία του λογοτέχνη, ο οποίος πλάθει διαχρονικά επί σκοπώ το λόγο, καταπιανώμενος με ζητήματα κοινωνικής και πολιτικής ηθικής. Ο δημιουργός θίγοντας στο έργο την ακόρεστη επιδίωξη και ματαιοδοξία του ανήθικου ισχυρού να καταρρακώνει, γαφκαλιζόμενος δίχως φραγμούς, τον ανίσχυρο, καταπιάνεται αντιπαραβάλλοντας την υποκρισία, έναντι της πραγματικότητας και την υπεροψία, έναντι της ανέχειας. Θίγει ακόμα ζητήματα χρήματος,  δηλαδή οικονομίας, μετανάστευσης από ανάγκη, δηλαδή εκριζωμού, παιδικής εκμετάλλευσης και παιδεραστίας, δηλαδή ψυχοσωματικής επιβολής και κακοποίησης. Ταυτόχρονα πραγματευόμενος την αδιαφορία κράτους και θεσμών, που συγκαλύπτουν, μέσα από την αδιαφορία, προβληματικές καταστάσεις, αλλά και αναδεικνύοντας συμμετοχικές, δίχως ενσυναίσθηση, κατά βούληση κι επανάληψη διαπράξεις βίας, προς αποκόμιση οφέλους και βλοσυρής απόλαυσης, με τη συμμετοχή μάλιστα εκπροσώπων της πολιτείας, ατόμων δηλαδή πέραν πάσης υποψίας, καταδεικνύει τελικά την απόλυτη κοινωνική σήψη.

Η χρήση του χρόνου στο έργο αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς επιλέγεται εύστοχα λ.χ. ο ψευδοκομμουνισμός και η εκμετάλλευση του αλλοδαπού υπαλλήλου, να συμβαίνουν ανήμερα Πρωτομαγιάς, υπερτονίζοντας με τη χρονική τούτη επιλογή την υποκρισία, το ψέμα και την αλαζονεία συμπεριφοράς. Αντίστοιχα η επιλογή των χώρων, – δίπλα στην πλατεία όπου εκδηλώνονται οι διαδηλώσεις ή και του ίδιου του βιβλιοπωλείου ως χώρου που μετατρέπεται άλλοτε σε αισχροκερδές εμπορείο, άλλοτε σε παράνομη λέσχη χαρτοπαιξίας και τελικά σε παράνομο οίκο βίας και ανοχής, όπως και η επιλογή των προσώπων ηρώων, από το βιβλιοπώλη Πολυχρόνη, στον εφοριακό και στον αστυνομικό, που συμμετέχουν αρχικά στον τζόγο και μετά στο εμπόριο και στην κακοποίηση παιδικής σαρκός, αλλά και η επιλογή των έμμεσα εμπλεκομένων στη σεξουαλική κακοποίηση αστυνομικών διευθυντών και εισαγγελέων, προσδίδουν στην αξιολόγηση των πράξεων, την ευστοχία και ευστροφία του δημιουργού, με το έργο να αναδεικνύει μέσω της ειρωνείας και της τραγικότητας, τα εκπεμπόμενα μηνύματα, μεγιστοποιώντας με τις χωροχρονικές επιλογές, αλλά και τις επιλογές προσώπων, την ένταση νοηματικής εκπομπής.

Άξια τέλος αναφοράς, είναι και η εισαγωγή του Κωνσταντίνου Κυριακού, στο έργο του Χαριστού, κατά την οποία μεταξύ άλλων παρουσιάζονται συσχετισμοί σκηνών με σημαντικά γεγονότα της ιστορίας, όπως λ.χ. με τα έτη 1934 – 1935, (τέλος δεύτερης δημοκρατίας στην Ελλάδα, απαγόρευση πρόσληψης στο δημόσιο γυναικών, ημέρες και έργα ναζιστικής περιόδου στη Γερμανία) και με τα έτη 1962, 1963 (δολοφονία Λαμπράκη, Νόμπελ Σεφέρη, πνιγμός εικοσιτριών παιδιών στην Αμβρακία, λόγος Μαρτίνου Λούθερ Κίνγκ, δολοφονία Κένεντυ, χιλιάδες μεταναστών από Αλγερία σε Γαλλία) δίνοντας έτσι ένα  ενδιαφέρον οδόραμα, αποκωδικοποίησης και κατανόησης, όσων διεξοδικά στο έργο έπονται, προκειμένου η περιπλάνηση του αναγνώστη, να γίνει πιο υποψιασμένη και περισσότερο στοχαστική.

error: Content is protected !!