Πλησιάζω σε μια γνώριμη γειτονιά, ένα γνωστό σπίτι. Τα πόδια μου με οδηγούν από μόνα τους στο μονοπάτι που τόσες φορές έχουν διαβεί. Το πόμολο της πόρτας ήδη κάνει τα παράπονά του. Ανεβαίνω τα σκαλιά, ταυτόχρονα με το ανέβασμα των παλμών μου. Τα παράθυρα έχουν θολώσει από την υγρασία, πλημμυρίζοντας με ελπίδα. Το κλειδί της εσωτερικής θύρας δε μου αντιστέκεται, κατανοεί την ανυπομονησία μου.
Η βαριά δρύινη πόρτα ανοίγει με ένα ελαφρύ γδούπο που με καλωσορίζει. Ένα σύννεφο σκόνης ξεγλιστράει από το γρανιτένιο πάτωμα και στροβιλίζεται στην ατμόσφαιρα, με χορευτικές επιδέξιες κινήσεις. Τα χέρια μου τρέμουν και την ίδια στιγμή αρχίζουν να ψηλαφίζουν τον ψυχρό τοίχο, γυρεύοντας το φως.
Το φως πενιχρό, φτωχό, σαν κι εκείνο που έβγαζαν τα σπίρτα από το κοριτσάκι του Άντερσεν, κάνοντας αθώες ευχές. Οι κόκκοι της σκόνης παίρνουν αργά μορφή, τόσο οικεία. Τα πόδια μου ριζωμένα στην είσοδο του σπιτιού, μα τα μάτια έτοιμα να επαναστατήσουν, ακολουθούν τη φιγούρα με τυφλή εμπιστοσύνη. Εκείνη, σα να μην έχει αντιληφθεί την παρουσία μου, πήρε να καθίσει στην κόκκινη πολυθρόνα, στο κέντρο του σαλονιού.
Ο φανός γίνεται πιο στιλπνός και αμέσως αναγνωρίζω το πρόσωπο, διώχνοντας την όποια αναστολή των ποδιών μου. Σιγά σιγά ζυγώνω τη σιλουέτα από φόβο και μια μυρωδιά από μνήμης τρυπώνει στα ρουθούνια μου. Αρώματα και ευωδίες από φρέσκο ζυμάρι, πούδρα και λεμόνι. Το σώμα μου σαν πιστό σκυλί ακολουθεί, να κάτσει σιμά της.
Η ιεροτελεστία αρχίζει και η τηλεόραση ανοίγει. Στην οθόνη εμφανίζεται ένα σαλόνι, στα αριστερά με τον καναπέ και μια κόκκινη πολυθρόνα, στα δεξιά με ένα αντίκ καναπέ και ένα αναμμένο τζάκι. Κόσμημα λαμπρό πάνω του στέκει καράβι με θεόρατο κατάρτι. Σύμβολο μιας προηγούμενης γενιάς, καρδιάς κειμήλιο.
Η κάμερα γυρίζει το πλάνο της τηλεταινίας προς άλλη πλευρά τώρα. Το ραδιόφωνο έστηνε τη μουσική ταπετσαρία που αντίκριζα. Δυο χέρια ταλαιπωρημένα μα συνάμα τρυφερά, όπως τα ροδοπέταλα, έδιναν ζωή στο ζυμάρι που με μαεστρία δούλευαν. Και δίπλα τους ένα ζευγάρια μάτια λαμπερά από λαχτάρα να ρουφήξουν το καθετί που θωρούσαν και άκουγαν. Το ζυμάρι φούσκωνε όλο καμάρι από την προσοχή και την αγάπη που λάμβανε, και ο φούρνος ζεστή αγκαλιά πάντα να το προσμένει.
Η δύναμη της λάμπας πέφτει και η τηλεόραση κλείνει. Ασυναίσθητα στρέφω το βλέμμα στην κόκκινη πολυθρόνα. Η φιγούρα έχει πια εξανεμιστεί, αφήνοντας πίσω της ένα βαθούλωμα να προσμένει το γυρισμό της, όπως η Πηνελόπη τον Οδυσσέα από την Τροία. Είχε γίνει αστερόσκονη και ταξίδευε ελεύθερη προς όλες τις κατευθύνσεις. Η φωτογραφία απέναντι από τη γνωστή κόκκινη πολυθρόνα σκούντησε τις σκέψεις και ελευθέρωσε τα δάκρυά μου.
Το σημάδι είναι εκεί να μου υπενθυμίζει την αλήθεια. Όσες φορές και αν επιστρέφω, η συνάντηση που προσμένω θα είναι τρύπιας κάλτσας όνειρο. Θα με επαναφέρει στην ίδια κατάσταση: Να χορεύω με τις σκονισμένες φιγούρες κρατώντας σφιχτά τη φωτογραφία αυτής που για μια στιγμή ξανακάθισε στην κόκκινη πολυθρόνα.
H Μαριλένα Κάββουρα είναι νηπιαγωγός, απόφοιτη του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Έχει εργασθεί στον ιδιωτικό τομέα της εκπαίδευσης κι έχω παρακολουθήσει μετεκπαιδεύσεις Ειδικής Αγωγής, Ψυχολογίας, Νέων Τεχνολογιών Εκπαίδευσης και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, κ.ά.. Πιστεύει πως η φαντασία είναι η πρώτη γλώσσα των παιδιών και αγαπάει να αλληλεπιδρά και να διαμορφώνει μαζί τους θαυμαστούς κόσμους με ευαισθησία προς τη φύση, τα ζώα, τους ανθρώπινους δεσμούς. Αναγνώστρια από μικρή, βυθίστηκε στη μαγεία της παιδικής και ενήλικης λογοτεχνίας με συγγραφείς τη Λίτσα Ψαραύτη, τη Ζωρζ Σαρρή, την Αλκυόνη Παπαδάκη, και αργότερα την Αγκάθα Κρίστι και την Έμιλι Μπροντέ κ.ά. κι έτσι γεννήθηκε η ανάγκη να πλάθει και να καταγράφει τις δικές της ιστορίες ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια Δημιουργικής Γραφής στο ΕΑΠ.