Ο ήχος από τις ειδοποιήσεις του τηλεφώνου ήταν το μόνο που διέκοπτε τη σιωπή μέσα στο ταξί. Ο Ηλίας κοίταξε την οθόνη διαγράφοντας με μηχανικές κινήσεις μηνύματα και emails που είχαν μαζευτεί μετά από τόσο καιρό. Το ταξί κινούνταν αργά μέσα στους γεμάτους και θορυβώδεις δρόμους της Αθήνας, και αυτός παρατηρούσε τα γνώριμα τοπία που ξεπετάγονταν μπροστά του, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τη στιγμή. Ήταν η πρώτη μέρα της επιστροφής του μετά από τρία χρόνια σε μία διεθνή αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στην Αφρική. Τρία χρόνια γεμάτα προσφορά αλλά και τρία χρόνια απομόνωσης και αναμονής.
Λίγο νωρίτερα, μέσα στο αεροπλάνο, κρατούσε μια εφημερίδα που είχε αγοράσει από το αεροδρόμιο. Ανάμεσα στα ένθετά της βρισκόταν «Το Πίστομα» του Θεοτόκη. Το κείμενο κάπως τον ενόχλησε. Ο Ηλίας διάβαζε τον Κουκουλιώτη και δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ένας άνθρωπος, που ζούσε σε έναν τόσο σκληρό και αδιάφορο κόσμο, μπορούσε να είναι τόσο σίγουρος για τις πράξεις του. Δρούσε με στυγνότητα και εκδικητικότητα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες των πράξεών του. Ο Ηλίας τον αισθανόταν τόσο ξένο. Για εκείνον, η ζωή ήταν μια συνεχής αναζήτηση για προσφορά και αλτρουισμό – μια αξία που την είχε ενστερνιστεί βαθιά στην ψυχή του, ειδικά μετά τα τρία χρόνια που πέρασε στην Αφρική. Στο μυαλό του ήταν σαν δύο κόσμοι εντελώς αντίθετοι, δύο αντίθετες όψεις της ανθρωπότητας. Είχε καταλήξει, διαβάζοντας την τελευταία αράδα του διηγήματος ότι ήταν δύο άνθρωποι από διαφορετικές εποχές, με το χάσμα μεταξύ τους να φαντάζει χαώδες.
Ο Ηλίας βγήκε από το ταξί και κοίταξε γύρω του, η γειτονιά της Νέας Σμύρνης φαινόταν ακριβώς όπως την είχε αφήσει. Όταν έφτασε στην πόρτα του σπιτιού του, ένιωσε μια παράξενη αίσθηση οικειότητας, αλλά και κάτι διαφορετικό στην ατμόσφαιρα. Η Μαργαρίτα τον υποδέχτηκε με έναν συγκρατημένο ενθουσιασμό, αν και το βλέμμα της είχε κάτι το αδιόρατο. Ήταν ανήσυχη, σαν να έκρυβε κάτι πίσω από τα χαμόγελα και τις τυπικές ερωτήσεις για το ταξίδι του. Δεν τον είχε αγκαλιάσει όπως παλιά. Δεν υπήρχε η ζεστασιά που κάποτε ένιωθε να γεμίζει τον αέρα κάθε φορά που γύριζε σπίτι. Το σώμα της παρέμενε σφιχτό, λες και τα λόγια που δεν μπορούσαν να ειπωθούν σαν σχοινιά μαριονέτας υποδείκνυαν τις κινήσεις και της αντιδράσεις της.
Όταν μπήκε στο σπίτι, το πρώτο πράγμα που είδε ήταν το παιδικό δωμάτιο. Όχι όπως το είχε αφήσει. Πριν τρία χρόνια ήταν ένας πρόχειρος χώρος γραφείου για τη Μαργαρίτα. Τώρα ένα δωμάτιο με χαρούμενα χρώματα, γεμάτο παιχνίδια και ένα κρεβάτι που έμοιαζε με αυτοκίνητο, όπως εκείνο που τον έφερε σπίτι του. Ένα μικρό αγόρι, γύρω στα δύο, έπαιζε με πλαστικά τουβλάκια. Ο Ηλίας τον κοίταξε για λίγο, κάπως χαμένος. Δεν υπήρχε παιδί όταν έφυγε. Όλα είχαν αλλάξει και εκείνος, σαν να είχε χάσει κάτι στον χρόνο που πέρασε. Είχε επιστρέψει, αλλά δεν ήταν πια το ίδιο σπίτι.
— «Είναι ο Αντώνης», του είχε πει η Μαργαρίτα, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια. «Τον υιοθέτησα πέρσι. Ήταν ένα παιδί που βρέθηκε εγκαταλελειμμένο και… ήξερα πως πάντα ήθελες να γίνουμε οικογένεια».
Η φωνή της έτρεμε, μα το είπε με έναν τόνο σχεδόν αμυντικό. Ο Ηλίας δεν απάντησε. Την κοιτούσε για μερικά δευτερόλεπτα, μην ξέροντας πως να αντιδράσει, προσπαθώντας να διαβάσει την αλήθεια πίσω από τα λόγια της.
Οι μέρες περνούσαν. Ο Ηλίας παρατηρούσε κάθε λεπτομέρεια στη συμπεριφορά της Μαργαρίτας, ψάχνοντας για ενδείξεις. Το παιδί ήταν ξένο, αλλά υπήρχαν στιγμές που αναρωτιόταν. Το χρώμα των ματιών του Αντώνη, η καμπύλη του χαμόγελου του… Κάτι του θύμιζαν. Ξεκίνησε να ξεθάβει παλιά μηνύματα, φωτογραφίες, αναζητώντας απαντήσεις στο μόνο μέρος που ήξερε ότι όλα αφήνουν ίχνη: το διαδίκτυο.
Ένα βράδυ, όταν η Μαργαρίτα κοιμόταν, πήρε το κινητό της. Ο κωδικός για να το ξεκλειδώσει δεν τον δυσκόλεψε – τον ήξερε από παλιά. Άνοιξε τις συνομιλίες της. Εκεί, μέσα σε μια παλιά συνομιλία με έναν πρώην συνεργάτη της, τον Μάριο, βρήκε αυτό που έψαχνε.
— «Δεν μπορώ να το κρύβω άλλο, Μάριε. Το παιδί είναι δικό σου. Ο Ηλίας δεν ξέρει τίποτα, αλλά φοβάμαι τι θα γίνει όταν γυρίσει…»
Η καρδιά του πάγωσε. Το τηλέφωνο έπεσε από τα χέρια του και ο ήχος του χτύπου αντήχησε στο σκοτεινό σαλόνι. Σηκώθηκε αργά, σφίγγοντας τις γροθιές του. Η ανάσα του ήταν βαριά, πάλευε να κρατήσει μιαν ορμή που πρώτη φορά ένιωθε ενώ μια ψύχρα τον κατέκλυζε και έτρεμε από μια παγωνιά που ερχόταν από μέσα του. Η προδοσία ήταν ολοφάνερη, γραμμένη με λέξεις που δεν μπορούσε να ξεγράψει.
Το επόμενο πρωί, η Μαργαρίτα τον βρήκε να κάθεται στην κουζίνα, το βλέμμα του κενό, το φλιτζάνι του καφέ γεμάτο και κρύο.
— «Πρέπει να μιλήσουμε», της είπε χωρίς να την κοιτάξει.
Η Μαργαρίτα κοντοστάθηκε, το πρόσωπό της πάγωσε.
— «Ξέρω για τον Μάριο», είπε ήρεμα. Η φωνή του δεν είχε ίχνος θυμού, αλλά η ηρεμία του ήταν πιο τρομακτική από οποιαδήποτε κραυγή.
Η Μαργαρίτα κάθισε απέναντί του, τα μάτια της γεμάτα δάκρυα.
— «Δεν ήθελα να γίνει έτσι, Ηλία. Ήσουν μακριά, εγώ… Εγώ ένιωθα μόνη. Δεν ξέρω τι να πω. Το παιδί… Το παιδί δεν φταίει σε τίποτα».
Ο Ηλίας την κοίταξε για πρώτη φορά στα μάτια. Το πρόσωπό του ήταν σκληρό, ανέκφραστο.
— «Ποιος σου είπε ότι φταίει το παιδί; Εσύ και ο Μάριος φταίτε. Εσύ που κατέστρεψες ό,τι είχαμε και αυτός που μπήκε ανάμεσά μας».
Η Μαργαρίτα ξέσπασε σε λυγμούς.
— «Κάνε ό,τι θες, Ηλία. Πες τα όλα. Πες τα στους δικούς μας, στους φίλους μας. Τιμώρησέ με. Αλλά σε παρακαλώ, μην πειράξεις το παιδί».
Ο Ηλίας σηκώθηκε από την καρέκλα, το βλέμμα του γεμάτο αποφασιστικότητα.
— «Δεν με ενδιαφέρουν οι φήμες. Μ’ ενδιαφέρει μόνο να βρουν τα πράγματα τον δρόμο τους.»
Η φωνή του ήταν χαμηλή αλλά σταθερή, σαν να μιλούσε περισσότερο στον εαυτό του παρά στη Μαργαρίτα. Δεν ήταν θυμός αυτό που ένιωθε. Ήταν η ανάγκη να αποκαταστήσει κάτι που είχε διαλυθεί – μια ισορροπία που πίστευε πως έπρεπε να υπάρχει, ακόμα κι αν όλα γύρω του έμοιαζαν χαοτικά.
Την επόμενη μέρα, ο Ηλίας πήγε στο γυμναστήριο όπου εργαζόταν ο Μάριος. Τον βρήκε να καθαρίζει τα όργανα μετά την πρωινή προπόνηση. Ο Μάριος, όταν τον είδε, τα έχασε.
— «Πρέπει να μιλήσουμε», είπε ο Ηλίας.
Βγήκαν έξω, στο πάρκινγκ, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Ο Ηλίας στάθηκε μπροστά του, οι γροθιές του σφιγμένες.
— «Ξέρω για σένα και τη Μαργαρίτα. Ξέρω ότι το παιδί είναι δικό σου», είπε ψυχρά.
Ο Μάριος δεν μίλησε. Χαμήλωσε το βλέμμα και στάθηκε εκεί απαθής κι αβέβαιος.
Ο Ηλίας τον κοιτούσε, προσπαθώντας να συγκρατήσει τον εαυτό του. Στο μυαλό του στριφογύριζαν σκέψεις: η προδοσία της Μαργαρίτας, η εικόνα του παιδιού, το αίσθημα ότι το σπίτι του είχε γεμίσει ρωγμές. Ήταν άνθρωπος που πίστευε στη λογική, στην κατανόηση, αλλά ο Μάριος… Ο Μάριος ήταν η προσωποποίηση του χάους που είχε εισβάλει στη ζωή του. Ήταν ο λόγος που η χθεσινή νύχτα ήταν γεμάτη ερωτηματικά, ένταση, αδιέξοδα.
Έσφιξε τα δόντια και, με μια ψυχρότητα που τον ξάφνιασε ακόμα κι εκείνον, είπε:
— «Θέλω να σου το ξεκαθαρίσω αυτό. Αν πλησιάσεις ξανά την οικογένειά μου, δεν θα υπάρξει δεύτερη ευκαιρία».
Ο Μάριος σάστισε και έκανε μια αμήχανη κίνηση, σαν να ήθελε να απολογηθεί, να εξηγήσει.
— «Δεν θέλω δικαιολογίες», τον έκοψε ο Ηλίας απότομα. Η φωνή του χαμηλή, αλλά γεμάτη ένταση. «Θέλω να εξαφανιστείς».
Το βράδυ, κάθισε δίπλα στη Μαργαρίτα.
— «Θα μείνουμε μαζί», της είπε. «Αλλά όχι για σένα. Για το παιδί. Το παιδί δεν φταίει, και δεν θα του στερήσω την οικογένειά του».
Η Μαργαρίτα τον κοίταξε με δάκρυα στα μάτια.
— «Σ’ ευχαριστώ», ψιθύρισε.
Ο Ηλίας δεν απάντησε. Σηκώθηκε και πήγε στο παιδικό δωμάτιο. Ο μικρός Αντώνης κοιμόταν ήσυχα, αγκαλιά με ένα λούτρινο αρκουδάκι. Ο Ηλίας τον κοίταξε για λίγο, πριν σκύψει και του χαϊδέψει τα μαλλιά.
— «Ό,τι κι αν γίνει, εγώ θα είμαι εδώ για σένα», ψιθύρισε.
Καθώς έβγαινε από το δωμάτιο, οι σκέψεις του ήταν βαριές. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε στον χώρο, σαν να προσπαθούσε να βρει κάπου να ακουμπήσει την ψυχή του. Αναλογίστηκε τον Κουκουλιώτη, εκείνο τον ήρωα του Θεοτόκη που διάβαζε στο αεροπλάνο. Στην αρχή, του φαινόταν ξένος, ένας άνθρωπος που λειτουργούσε μόνο με το ένστικτο, τη σκληρότητα, χωρίς δεύτερες σκέψεις. «Εκδικητικός, χωρίς ενδοιασμούς», είχε σκεφτεί τότε. Αλλά τώρα… Δεν μπορούσε να τον καταδικάσει πια. Ο Κουκουλιώτης δεν ήταν μόνο σκληρός. Ήταν κάποιος που προσπαθούσε να διατηρήσει μια ισορροπία, να προστατεύσει αυτό που θεωρούσε δικό του. Στο βάθος, αυτό δεν έκανε κι εκείνος; Μπορεί η δική του μάχη να μην είχε βία, αλλά είχε την ίδια ένταση, το ίδιο βάρος. Ένα παιδί, μια οικογένεια, μια αίσθηση δικαίου που δεν μπορούσε να αγνοήσει. Ένιωσε μια παράξενη ταύτιση. Ήταν σαν να είχε ξεκλειδώσει κάτι μέσα του που δεν μπορούσε να δει πριν. Ο Κουκουλιώτης δεν ήταν πια τόσο ξένος. Ήταν απλώς μια άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Ένιωσε ότι είχε βρει μια νέα ισορροπία. Ο δρόμος δεν θα ήταν εύκολος, αλλά ήταν έτοιμος να τον περπατήσει.
Ο Αλέξανδρος Αντωνίου γεννήθηκε στη Μυτιλήνη και τα τελευταία (πολλά) χρόνια ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία από επιλογή αλλά δεν ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και πάλι από επιλογή. Έχει τελειοποιήσει την τέχνη του tsundoku. Τον χειμώνα εντοπίζεται στις πρώτες σειρές καλών θεατρικών παραστάσεων, το καλοκαίρι στα πρώτα τραπέζια καλών ταβερνών της πατρίδας του της Λέσβου.