ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ
Με λένε Αμφιτρίτη. Είμαι γυναίκα του βυθού. Στο κέλυφος μου καθρεφτίζεται το φεγγάρι. Το βράδυ αναδύομαι στα όνειρα ανδρών. Χθες το βράδυ ο Αχιλλέας είχε αναμμένο το κερί στο κομοδίνο του. Δίπλα του μια στοίβα βιβλία. Ο Αχιλλέας είναι ποιητής. Μαζί του νιώθω μόνη. Μου λέει ότι θέλει μια γυναίκα με σάρκα που να ζει την ημέρα. Χθες δεν άντεξα και γλίστρησα ξανά μες το βυθό. Τα δάκρυα μου έσβησαν το κερί. Εκείνος ξύπνησε το πρωί με λέξεις σαν ορυκτά. Άρχισε να γράφει και όσο έγραφε η θάλασσα έπαιρνε το χρώμα του γρανίτη. Κολυμπώντας σε ακίνητες στιγμές ένιωσα ισχυρούς πόνους στην κοιλιά. Κοίταξα προς τα κάτω και το κέλυφος μου είχε εξαφανιστεί, στη θέση του βρίσκονταν δυο γυναικεία πόδια. Έσπρωξα. Χύθηκε στο νερό αίμα. Γέννησα ένα αγοράκι. Η γέννηση του σήμανε έναν μικρό θάνατο. Δεν ήμουν πια γυναίκα του βυθού αλλά μια θνητή. Ο Αχιλλέας άφησε κάτω το μολύβι. Μέσα στο ποίημα σφάδαζε ο πόνος της απώλειας. Είχε χάσει τη γυναίκα του πριν τρία χρόνια. Θυμήθηκε την ασημένια λάμψη που είχε το κοπάδι των ψαριών πριν ξημερώσει η μέρα του πνιγμού, τους ομόκεντρους κύκλους γύρω από την πέτρα που έριξε στο βυθό. Μη ξέροντας το λόγο κατέβηκε στη θάλασσα. Κράτησε στην αγκαλιά του το παιδί που ήταν τυλιγμένο με φύκια.
-Ήρθες; με ρώτησε.
-Με έφερε η θάλασσα, του είπα. Όλη η θάλασσα μέσα σου.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΓΚΡΑΧΑΜ
Η οικογένεια Γκράχαμ κατοικούσε σ’ ένα πέτρινο σπίτι στην άκρη της πόλης. Η μητέρα ήταν καθρέφτης που από μέσα του έβγαινε η νύχτα για να μπει ο πατέρας. Ξήλωνε διαρκώς τον ίσκιο της και αυτός γέμιζε τρύπες. Ο πατέρας ήταν ξύλινος. Δεν υπήρξε ποτέ του παιδί και τώρα που μεγάλωσε δεν είχε που να επιστρέψει. Το κοριτσάκι ήταν πλασμένο από κίτρινο φως και μόλις γινόταν απόγευμα άνοιγε σαν κυδώνι. Ένα μεσημέρι πήγε να πάρει ψωμί. Την ίδια ώρα ο πατέρας έβγαλε μια σκλήθρα στο ξύλινο χέρι του και η μητέρα απέκτησε μία ρωγμή στο γυάλινο κεφάλι της. Όταν το κορίτσι μπήκε στο σπίτι, οι αλλαγές είχαν προχωρήσει και τους βρήκε παραμορφωμένους. Μην ξέροντας τι να κάνει κάλεσε τον γιατρό. «Αλλαγή περιβάλλοντος», είπε εκείνος. «Οι γονείς σου πρέπει να πάνε στο δάσος των προγόνων τους, μόνο εκεί θα βρουν τον εαυτό τους» «Κι εγώ; Τι θ’ απογίνω γιατρέ εγώ;», ρώτησε το κοριτσάκι. «Τίποτα γλυκιά μου, εσύ απλώς θα μεγαλώσεις».
Η Γεωργία Πολυκανδριώτη γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται ως φιλόλογος. Κατάγεται από την Τήνο, ένα νησί που πηγαίνει κάθε καλοκαίρι και όπως δηλώνει είναι τόπος καταγωγής, έμπνευσης, μνήμης και βαθύτερης πληρότητας». Η πρώτη ποιητική της συλλογή, το Μανταρίνι, εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο ΑΩ το 2022 και ήταν υποψήφιο στις βραχείες λίστες του Αναγνώστη και της Εταιρείας Συγγραφέων. Την ευχαριστούμε θερμά για τα δύο εξαιρετικά πεζοποιήματα που μας παραχώρησε με αγάπη και ανταποδίδουμε.