Μέρος Α΄
Ήταν άνοιξη,
και το σπουργίτι ξέχασε
πως είναι πτηνό περαστικό.
Ερωτεύτηκε την κερασιά.
Όχι όταν άνθισε.
Όταν άρχισε τα πέταλά της να μαδά.
Ένιωσε πως εκεί,
στην πτώση των πετάλων
κάτι του έμοιαζε.
«Αν ήσουν φτερό,
θα σ’ έπαιρνα μαζί μου.
Μα είσαι ρίζα.
Κι εγώ,
τρέμω τη δέσμευση
όταν δεν έχει ουρανό.»
Το σπουργίτι
δεν ήξερε τι θα πει δέντρο,
μα την πλησίασε με θάρρος.
Εναπόθεσε το ράμφος σε ένα πέταλο της.
Εκείνη δεν αντιστάθηκε.
Κάτω απ’ το ηλιόγερμα,
κείνο το πιο επιρρεπές σε υποσχέσεις,
κούρνιασε σιωπηλά,
πιο βαθιά.
Άγγιξε το φλοιό της
όπως αγγίζει κανείς έναν καταρράκτη —
προσπαθώντας να τον κρατήσει
με τις παλάμες του
χωρίς να τον σπαταλήσει.
Ένιωσε-
όχι την αφή,
μα μια υποψία διάρκειας.
Νύχτας πέπλο
στόλισε σιγά σιγά τον ουρανό-
κούρνιασε στο πιο χαμηλό της κλαδί
και με τρόπο σιωπηλό
τη φίλησε.
Η επαφή τους
δεν έκανε θόρυβο.
Μόνο ένα τρίξιμο
σαν από παλιό παρκέ
που δέχτηκε βάρος μετά από χρόνια.
Το πτηνό, αν κι αθώο, ήξερε να διακρίνει
ένα σπινθηροβόλημα
μέσα στην ακινησία του κορμού και στο σκοτάδι —
σαν καρδιά που νιώθει
πριν καταλάβει.
Και το πρωί,
ο ήλιος ανέτειλε
σαν τίποτα να μην έγινε.
Είναι γνωστό-
ο ήλιος αγνοεί τους μικρούς έρωτες.
Δεν χωράνε στο πρόγραμμά του.
Μέρος Β΄
«Δεν έχω στόμα —
μόνο σκιές.
Αλλά κάποτε
εκείνες γίνονται λέξεις
πάνω σου όταν πέφτουν»
ακούγεται στης αυγής τη χλόη
από το θρόισμα των φύλλων της κερασιάς.
Το μικρό φτερωτό πλάσμα πλησίασε
σαν να ήξερε τη γλώσσα της φύσης.
Έγειρε πάνω στο δέντρο-
Όπως το πρόσταξε-
μα εκείνο έχει ρίζες
σωστή καταδίκη του έρωτα.
Κι να που ο αγέρας έπεσε
κι ανατάραξε τα κλαδιά της,
καλημερίζοντας τον φτερωτό εραστή της.
Και δεν έφυγε ποτέ·
Έτσι εκείνη
βγάζει νωρίτερα από την άνοιξη
τα ροζ άνθη της.
Όχι από θαύμα-
Από μνήμη
Του ατάλευτου έρωτα,
που δεν σου ανήκει
μα σε κατοικεί.
Μέρος Γ’
«Κάθε φορά που πατώ ξανά
το φιλόξενο κορμό σου
κοκκινίζω» το σπουργίτι κελάηδησε.
Όχι από κόπο —
οι αποστάσεις είναι ελαφριές
όταν οδηγεί ο πόθος.
Μια ντροπή
σχεδόν παιδική τον μεταμορφώνει,
φορά τον κόκκινο λαιμό του ευγνώμονα·
του εραστή που δεν ξεχάστηκε!
Κοκκινολαίμης τώρα
να αγναντεύει το ταίρι του να ανθίζει,
όχι γιατί το ημερολόγιο απεφάνθη “άνοιξη”,
γιατί έτσι τον καλωσορίζει-
με εκρήξεις χλωρής στοργής.
Τι κι αν γεννήθηκε μικρός και σύντομος,
κοντά της ένιωθε μεγαλειώδης
και ο χρόνος συμμορφωνόταν μαζί του.
Κάθε που τον ρωτούν τα κλαδιά της
για την επιστροφή του,
κείνο προτάσσει το πορφυρό λαιμό.
Ό,τι δε λέγεται,
Ανθίζει.
H Μαριλένα Κάββουρα είναι νηπιαγωγός, απόφοιτη του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Έχει εργασθεί στον ιδιωτικό τομέα της εκπαίδευσης κι έχει παρακολουθήσει μετεκπαιδεύσεις Ειδικής Αγωγής, Ψυχολογίας, Νέων Τεχνολογιών Εκπαίδευσης και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, κ.ά.. Πιστεύει πως η φαντασία είναι η πρώτη γλώσσα των παιδιών και της αρέσει να αλληλεπιδρά και να διαμορφώνει μαζί τους θαυμαστούς κόσμους με ευαισθησία προς τη φύση, τα ζώα και τους ανθρώπινους δεσμούς. Αναγνώστρια από μικρή, βυθίστηκε στη μαγεία της παιδικής και ενήλικης λογοτεχνίας με συγγραφείς τη Λίτσα Ψαραύτη, τη Ζωρζ Σαρρή, την Αλκυόνη Παπαδάκη, και αργότερα την Αγκάθα Κρίστι και την Έμιλι Μπροντέ κ.ά. κι έτσι γεννήθηκε η ανάγκη να πλάθει και να καταγράφει τις δικές της ιστορίες ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια Δημιουργικής Γραφής στο ΕΑΠ.