Επιλογή Σελίδας
Αρχική 9 Κείμενα 9 Πεζά 9 «Μια μέρα» από την Αλεξάνδρα Μάνου

«Μια μέρα» από την Αλεξάνδρα Μάνου

από | Μαρ 16, 2025 | Πεζά, Κείμενα

Το ξυπνητήρι χτύπησε αναγκάζοντας την Ιουλία να αφήσει το ζεστό κρεβάτι για να ετοιμαστεί για τη δουλειά. Σήμερα ήταν χαρούμενη γιατί θα έπαιρνε τον πρώτο της μισθό. Συναισθήματα ικανοποίησης και συγκίνησης κατέκλυζαν την ψυχή της, γιατί όσα ονειρευόταν μετά από τόσα χρόνια σπουδών απείχαν λίγες ώρες μόνο από την πραγματικότητα. Κουράστηκε πολύ για αυτό το πτυχίο, πέρασε αμέτρητα μερόνυχτα  μελετώντας κι άλλα τόσα δακρύζοντας, όμως ήθελε να ζήσει όσο τίποτα άλλο αυτή τη μέρα της ανταμοιβής των κόπων της και ήταν σίγουρη ότι  θα έπαιρνε  ό,τι  άξιζε.

Ένοιωθε τυχερή που ζούσε πολλές δεκαετίες από τότε που οι γυναίκες αυτοκτονούσαν όταν τα πανεπιστήμια δεν δέχονταν την εγγραφή τους   και είχαν περάσει και οι εποχές που  οι μορφωμένες γυναίκες έκαναν πρώτα οικογένεια και μετά καριέρα.  Ήταν Νοέμβριος του 1978, είχε αποφοιτήσει από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και η καριέρα της ως βοηθού επιμέλειας κειμένων μιας μεγάλης εκδοτικής εταιρείας μόλις είχε ξεκινήσει. Το μεροκάματο ήταν μικρό για τις πολλές και άστατες ώρες δουλειάς, όμως η Ιουλία ήταν ικανοποιημένη για το ότι μπορούσε να συνυπάρχει με τους άνδρες συναδέλφους της, να είναι χρήσιμη στην κοινωνία και να μην εξαρτάται οικονομικά από κανέναν. Ούτε η παραμικρή σκέψη δεν της περνούσε για γάμο και παιδιά – αν και όσο προλάβαινε θα γινόταν κι αυτό, όμως τώρα σημασία είχε μόνο η δουλειά. Η μυρωδιά των φρεσκοτυπωμένων βιβλίων ήταν πιο εθιστική και από τον καπνό του τσιγάρου της και οι μαύρες αράδες που γέμιζαν τις σελίδες τους την ταξίδευαν και την προστάτευαν σαν πέπλο από κάθε αναποδιά και ανεκπλήρωτο πόθο.    

Φόρεσε ένα ανοιχτό καφέ κοστούμι με φούστα και μια εκρού μπλούζα με φιογκάκια   που της είχε χαρίσει η καλύτερή της φίλη, χτένισε με προσοχή τα κυματιστά μαλλιά της που έφταναν μέχρι το ύψος των ώμων και πήρε το λεωφορείο που θα την οδηγούσε στη δουλειά, ακολουθώντας την ίδια καθημερινή διαδρομή. Είχε κίνηση αλλά δεν την πείραξε καθόλου, χαμογελούσε  και χανόταν στις σκέψεις της. Στο τέλος της μέρας θα είχε τα πρώτα ολοδικά της χρήματα.

Χαιρέτησε με ευγένεια τον θυρωρό του κτιρίου που στέγαζε τις εκδόσεις Ιωλκός . Η επιχείρηση  είχε ιδρυθεί το 1961 από ένα δημοσιογράφο και λογοτέχνη, τον Γιάννη Κορίδη και ήταν από τις πιο παραγωγικές στην δεκαετία του 1960, αφού διέθετε ιδιόκτητο τεχνολογικό εξοπλισμό, όπως λινοτυπικές μηχανές και πιεστήρια. Παράλληλα, εξέδιδε λογοτεχνικό περιοδικό  με συνεργάτες και πολλούς γνωστούς δημιουργούς. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μετά από μια πενταετία αδράνειας λόγω πολιτικών εξελίξεων και γεγονότων, ο εκδοτικός οίκος έκανε ένα νέο ξεκίνημα στην ελληνική λογοτεχνία, στο οποίο η Ιουλία ονειρευόταν να ξεχωρίσει με τις γνώσεις της και όλο της το είναι ‧ στο μυαλό της το βιβλίο ήταν όλη της η ζωή.

Ανέβηκε αποφασιστικά τις σκάλες προς το λογιστήριο, γιατί της είχαν πει να περάσει πρώτα από εκεί. Μπαίνοντας αισθάνθηκε δέος από την εκκωφαντική ησυχία της εργασιακής συνύπαρξης, αφού τα γραφεία ήταν τόσο προσεκτικά τοποθετημένα στο χώρο ώστε οποιαδήποτε ομιλία ή θόρυβος να είναι απόλυτα αντιληπτός. 

«Ελάτε, από εδώ παρακαλώ», η φωνή διέκοψε την παρατήρηση και βρέθηκε στο γραφείο της διευθύντριας. «Είμαστε στη δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσουμε ότι η συνεργασία μας δε μπορεί να συνεχιστεί…σας ευχαριστούμε για τις υπηρεσίες σας και ευχόμαστε τα καλύτερα».

«Μα γιατί δεν μπορεί να συνεχιστεί η συνεργασία μας; Τι μου καταλογίζετε; Τι δεν έκανα όπως έπρεπε;» ρώτησε η Ιουλία χωρίς να δείξει ίχνος έκπληξης η στενοχώριας, ενώ μέσα της κατέρρεε με  πάταγο ένας ολόκληρος κόσμος. «Έχω κουραστεί πολύ για να σπουδάσω και έχω δικαίωμα να ξέρω», συνέχισε με αποφασιστική  φωνή, « Γιατί δε μου λέτε την αλήθεια; Μέχρι χθες δεν είχατε κανένα παράπονο!» συνέχισε, καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια να μην κλάψει.  

 «Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να σας εξηγήσουμε τίποτα. Εδώ είναι ο μισθός σας για τις μέρες που εργαστήκατε. Μπορείτε να πηγαίνετε!» απάντησε  ψυχρά και ανέκφραστα  η  διευθύντρια του λογιστηρίου.

Η Ιουλία βγήκε με το κεφάλι ψηλά και την καρδιά της να πάει να σπάσει από αγανάκτηση. Μην έχοντας άλλη διέξοδο κατέφυγε στο μπάνιο, κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και  είπε : «Μην λυγίσεις. Κάθε φορά που κλείνει μια πόρτα, ανοίγει ένα παράθυρο. Κανένας πόλεμος δεν τελειώνει με μια μόνο μάχη».  Έφτιαξε τα μαλλιά της, έβγαλε από την τσάντα της ένα ωραίο ροζ κραγιόν και όταν είδε το είδωλό της και πήρε μια ανάσα, ένα αχνό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό της.

Στο βάθος του καθρέφτη ξεπρόβαλαν μορφές, η μορφή της μητέρας της, που πάντα της έλεγε με πειθώ ότι ο γάμος έπρεπε να είναι το μόνο της μέλημα, του διευθυντή που μέχρι χθες την επαινούσε για την εξαιρετική απόδοσή της, της καθηγήτριάς της στο Πανεπιστήμιο που έλεγε ότι τα όνειρα και οι στόχοι δεν έχουν φύλο ούτε ηλικία, της καλύτερής της φίλης που περίμενε να γιορτάσουν το βράδυ με τον πρώτο της μισθό. Όλοι σε μια σειρά παραταγμένοι την κοιτούσαν, την μπέρδευαν, την εκνεύριζαν, την πλήγωναν, γιατί δεν ήξερε ποιος έχει δίκιο και ποιος μπορεί να την καταλάβει. Γύρισε την πλάτη της και βγήκε στο δρόμο χωρίς δεύτερη σκέψη. Τι σημασία έχει να μάθει γιατί απολύθηκε, τη στιγμή που χιλιάδες γυναίκες στον κόσμο αφιερώνουν ολόκληρη την ύπαρξή τους σε ένα νοικοκυριό και χιλιάδες άνθρωποι αγωνίζονται για να επιβιώσουν από την πείνα.  Ο χρόνος δε γυρίζει ποτέ πίσω…  

Τα βήματα της μητέρας της Ιουλίας αντήχησαν στο σκούρο καφέ παρκέ του δωματίου της καθώς πλησίαζε το κρεβάτι της. «Ξύπνα κοριτσάκι μου, είναι ώρα να πας στη δουλειά. Δεν άκουσες το  ξυπνητήρι; Έχω ετοιμάσει καφέ και πρωινό. Ο μπαμπάς έφυγε ήδη. Τι λες να φορέσεις σήμερα;».  

error: Content is protected !!