Η Αγγελική Κουντουράκη γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου και εργάζεται. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στο πανεπιστήμιο Πειραιά και είναι φοιτήτρια στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Δημιουργικής γραφής του ΕΑΠ. Η πρώτη της ποιητική συλλογή εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2023 με τίτλο «Nigredo» από τις εκδόσεις ΑΩ και ήταν στη Βραχεία Λίστα των Λογοτεχνικών Βραβείων της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Κείμενα και κριτικές για το Nigredo έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και τον ηλεκτρονικό τύπο. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογές που έχουν εκδοθεί τα τελευταία δύο έτη καθώς και σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά τέχνης.
Η Αγγελική παραχώρησε στις Λογοδιαδρομέςτέσσερα (4) ποιήματα από την δεύτερη υπό έκδοση συλλογή της και την ευχαριστούμε θερμά. Ο τρόπος και ο στόχος της γραφής της δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία ότι και αυτή η συλλογή θα ταξιδέψει, θα λυτρώσει και θα φτάσει εκεί που πρέπει : στον συν-αναγνώστη, στους φίλους, στην οικογένεια και τους ανθρώπους που θέλουν να γίνονται καλύτεροι.
Ι
Ορίζοντας
Όσοι σε αγαπάνε
σου φοράνε τον ήλιο στο νου
τη θάλασσα στον αυχένα
Γεννάς θανάτους και ποιήματα
με αλμυρές αναπνοές
και λες πως ζεις
Μα σαν νυχτώνει κάρβουνα γίνονται
τις ραντίζεις σαν δάκρυα εραστών
σε έναν βαμμένο με απώλειες ορίζοντα
Όσοι σε αγαπάνε
χτίζουν μονοπάτια
που δεν έχουν χάραγμα την ελπίδα
σε αυτό τον απρόσιτο κόσμο
Απαλοί και βάναυσοι
όσοι σε αγαπάνε
ΙΙ
Ο εξορισμένος
Ένα κομμάτι γης
Εκεί το κρεβάτι
Εκεί το φαγητό
Εκεί ο έρωτας
Μετά και ο θάνατος εκεί
Μέτρα λίγα
Μέτρα κοφτά
Στακάτα βήματα
Ο άντρας στο χώμα
φίδι ξετυλίγεται
Στον αέρα τα βάσανα
κουδουνάκια με τους στεναγμούς
με τα πουλιά ψαλμοί
Νερό από τη θάλασσα
αμαρτίες και αγιασμός
Χαρτί το χώμα
Μελάνι η λάσπη
Με ξύλο βουτάει
χαράζει στα άκρα
πασσάλους καρφιά
Από τη φίλιαση
κόβεται ο φόβος
Τη λήθη κάνει εχθρό
με την αθώωση
της εξαπάτησης
Σαστίζω μπρος την άρνηση
της ζωής στα συντρίμμια
ένα κομμάτι γης
να του χαρίσει
του εξορισμένου
ΙΙΙ
Φυλαχτό
Θα αρχίσω τα κλάματα
και ο άνθρωπος γυμνός
από παραισθήσεις
στο δρόμο θα βγει
Σαν ζώο ανήμερο
χορό πείνας θα στήσει
στης απληστίας τη σκηνή
Εκείνος
Ο φονιάς
Ο ήλιος
και ο φτωχός
Αυτός θα σηκώσει
στις πλάτες του
το δάκρυ τούτου του κόσμου
Και ο πνιγμός
τον πόνο στην νύχτα
θα χωρέσει
με μιαν αυγή ολάνθιστη
στο στήθος
Κλεμμένο από το λυγμό
φυλαχτό.
ΙV
Εκκρεμές
Όταν θυμάμαι γράφω
Απαγγέλω
τις ήττες μου
Όταν θυμάμαι κοιτάω ψηλά
Σκοτώνω
τους εραστές μου
Άγκυρες
Εξογκώματα
Σκοινιά
Ήχοι με πείνα
Όταν θυμάμαι σβήνει το φως
Γίνομαι μουτζούρα στο λευκό
Κρέμεται η γλώσσα
Σαπίζουν τα δάχτυλα
Δύο βήματα πίσω
Ένα πέταγμα μπροστά
Όταν θυμάμαι αρχίζει η κατηφόρα
Πνιγμός
και
Λύκος
Η αναπνοή σκάει στο κενό
Η φτώχεια ρίχνει νερό στα όνειρα
Με δύο σπασμένα μάτια
βγαίνω πάλι στο θάνατο
Φτύνω τις αδυναμίες
που με λυγίσανε
Γίνονται σκοινί
ανεβαίνω ψηλά
Ένα
εκκρεμές μνήμης
Όταν σε θυμάμαι γράφω
Κοιτάω χαμηλά
ασθμαίνω
και τσακίζω με την αγάπη
όλα όσα γράφω.