Επιλογή Σελίδας
Αρχική 9 Κείμενα 9 Πεζά 9 Kóκκινη παλίρροια από τον Αλέξανδρο Αντωνίου

Kóκκινη παλίρροια από τον Αλέξανδρο Αντωνίου

από | Απρ 17, 2025 | Πεζά, Κείμενα


«Νιώθω την ένταση σιγά-σιγά να αυξάνεται μέσα μου, αρχίζει αυτό το υπόκωφο βουητό, ένας ήχος σαν καρδιοχτύπια τα οποία όσο περνάνε τα λεπτά αυξάνονται: πιο γρήγορα, πιο δυνατά» σκεφτόταν η Παλίρροια. Είχε έρθει ξανά εκείνη η ώρα της μέρας, όπου η αδελφή της η Σελήνη την εξόργιζε, εκείνη η ώρα της ημέρας που έχουν κάθε έλεγχο, δεν ήταν ο συνηθισμένος, συγκαταβατικός εαυτός της. «Τικ-τακ, τικ-τακ» οι χτύποι όλο και πλήθαιναν, ηχούσαν δυνατότεροι από πριν. Ένιωθε την παρουσία της απούσας κατά τα άλλα αδελφής της, η οποία επανερχόταν δύο φορές τη μέρα σαν ένα ορισμένο, συγκεκριμένο, αναπόφευκτο βασανιστήριο για εκείνη. Δεν ήξερε γιατί, απευθυνόταν στην αδελφή της αλλά απάντηση δεν έπαιρνε. Μπορεί να είχε αποδεχθεί στωικά τη μοίρα της αλλά η απορία της παρέμενε εκεί, παρούσα, στον αντίποδα της σιωπηλής και απούσας αδελφής της.

«Νιώθω μια δύναμη να με προκαλεί να φουσκώσω, να ορμήξω με όλη τη δύναμη που έχω, να σκεπάσω με όλο μου το είναι καθετί που θα βρεθεί στο διάβα μου. Η αδελφή μου πάλι με ορίζει, χάνομαι μέσα στις δικές της επιθυμίες, στις δικές της αποφάσεις». Πράγματι η Παλίρροια δεν είχε κανέναν απολύτως έλεγχο, αφηνόταν άθελά της στις βουλές της αδελφής της. Αυτό συνέβαινε δύο φορές την ημέρα και επαναλαμβανόταν από τότε που η Παλίρροια θυμόταν να υπάρχει: στην πορεία της ύπαρξής της είχε καλύψει τεράστιες εκτάσεις, είχε χτυπήσει βίαια επάνω σε βράχια παίρνοντας ένα κομμάτι τους μαζί της κάθε φορά, είχε αγγίξει σχεδόν τρυφερά φάρους, πλοία ή είχε στείλει μια σταγόνα της να σταθεί αλμυρό δάκρυ στο τραχύ μάγουλο καπετάνιων.

Κάτι όμως, είχε αλλάξει με τα χρόνια. Η Παλίρροια θυμόταν το νεότερο εαυτό της καθαρό, διάφανο, ζωογόνο. Την περίμεναν οι άνθρωποι να έρθει και να φέρει μαζί της όστρακα, φυτά, ψάρια, να ποτίσει με το γλυκό της νερό εκτάσεις και να βοηθήσει με τις σοδειές τους. Πλέον, ένιωθε τον εαυτό της βαρύ, δυσκίνητο, αισθανόταν ότι προκαλούσε φόβο στους ανθρώπους, ότι την αντιμετώπιζαν καχύποπτα. «Δεν φταίω που κοκκίνισαν τα νερά μου, δεν το προξένησα εγώ αλλά ούτε και η αδελφή μου, η Σελήνη». Αλλά δεν είχε και τρόπο να το πει στους ανθρώπους και πώς θα μπορούσε άλλωστε; Μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες, επικοινωνούσαν διαφορετικά: εκείνη με φυσικές κινήσεις εκείνοι με λόγια. Κάτι άλλαζε στην ύπαρξή της, στην ουσία της: όλο μάζευε, μάζευε σκουπίδια των ανθρώπων, μολυσμένα υγρά των εργοστασίων τους, υγρά που την πλήγωναν κάθε φορά αλλά δεν μπορούσε και να απαλλαγεί. Σαν να κουβαλούσε μέσα στο κορμί της σακιά, που όμως δεν ήταν δικά της, της τα είχαν φορτώσει. Και το χειρότερο; Φαινόταν να μην τους ένοιαζε καν!

Εκείνο τον Απρίλη, τα νερά τής Παλίρροιας κοκκίνισαν χωρίς εκείνη να μπορεί να κάνει κάτι, για να επιστρέψει στο προσωπικό της μπλε χρώμα. Και το βάρος μέσα της μεγάλωσε, γιατί δεν κουβαλούσε πια μόνο βλαβερά για εκείνη υγρά, σκουπίδια των ανθρώπων αλλά νεκρά φυτά και ψάρια, στοιχεία με τα οποία συμβάδιζε για χρόνια. Αντιλαμβανόταν ότι η εικόνα της τρόμαζε τους ανθρώπους, τους έκανε να ανησυχούν αλλά τι να έκανε; Εφόσον οι ίδιοι δεν νοιάζονταν για την κόκκινη πληγή που της είχαν ανοίξει, εκείνη από μεριάς της τι να έκανε; Δεν μπορούσε να ιαθεί, αφού δεν όριζε η ίδια τον εαυτό της αλλά η αδελφή της, η Σελήνη.

Ήταν μια ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα και οι κάτοικοι της παραθαλάσσιας πόλης απολάμβαναν τη βόλτα τους στην προκυμαία. Περίμεναν την πλημμυρίδα να έρθει και να γεμίσει με ορμή το λιμάνι, το οποίο φάνταζε στα μάτια τους σαν βρώμικος βάλτος: γεμάτος σκουπίδια, αδιευκρίνιστες σκοτεινές μάζες υλικών αλλά και ψάρια τα οποία δεν είχε συμπαρασύρει η προηγούμενη άμπωτη. Το υπόκωφο βουητό των νερών ξεκίνησε να ακούγεται από μακριά αλλά έλειπε το χαρακτηριστικό λευκό του αφρού των νερών. Ανήσυχοι και έκπληκτοι οι περαστικοί της προκυμαίας αντίκρισαν κόκκινες, σαν το αίμα μάζες νερού να πλημμυρίζουν το λιμάνι της πόλης. Είχαν στηρίξει τις ελπίδες τους στη μέρα αυτή, για να ανασάνουν επιτέλους μετά το μακρύ διάστημα εγκλεισμού τους: ήλπιζαν τα νερά της πλημμυρίδας να έρθουν γαλάζια και λευκά και να παρασύρουν μαζί τους αισθήματα μοναξιάς, φόβου, άγχους, να ξεπλύνουν το μούδιασμα της απομόνωσης των προηγούμενων χρόνων. Η κόκκινη Παλίρροια, είχε άλλα σχέδια για εκείνους. Ή μάλλον καλύτερα, η αδελφή της, η Σελήνη είχε αποφασίσει να φέρει τους ανθρώπους μπροστά σε έναν καθρέφτη, όπου θα έβλεπαν τους ίδιους αλλά και την προέκταση του εαυτού του ο καθένας. Ο καθρέφτης αυτός δεν ήταν άλλος από την Παλίρροια. Ένας καθρέφτης, στον οποίο όλοι ανεξαιρέτως θα αντικατοπτρίζονταν μέσα από ένα φίλτρο κόκκινο: κόκκινο του αίματος μιας χαίνουσας πληγής, της οριακής οργής, της καταστροφής. Ο κόκκινος δήμαρχος, ο οποίος τεχνιέντως δεν προχωρούσε με τα έργα του βιολογικού καθαρισμού της πόλης. Ο κόκκινος μεγαλοεπιχειρηματίας, ο οποίος μόλυνε τα νερά με τα απόβλητα του εργοστασίου του. Οι κόκκινοι ψαράδες, οι οποίοι έριχναν στα νερά αυτοσχέδιες βόμβες, ώστε να γεμίσουν τα δίχτυα τους με πλήθος νεκρών ψαριών. Ο κάθε κόκκινος πολίτης ξεχωριστά, ο οποίος αντιμετώπιζε τη θάλασσα σα κάδο απορριμμάτων.

Η κόκκινη Παλίρροια έφερε τους ανθρώπους αντιμέτωπους με όσα οι ίδιοι δεν φρόντισαν ποτέ να σκεφτούν. Ίσως για πρώτη φορά αντιλήφθηκε τους σκοπούς της αδελφής της, της Σελήνης και αυτό θαρρείς την ώθησε να πλημμυρίσει το λιμάνι της πόλης με μεγαλύτερη ορμή, με μεγαλύτερη οργή. Τα κόκκινα νερά της, όρμηξαν στους ανύποπτους διαβάτες και οι στάλες τους πότισαν το λευκό των ματιών τους, ώσπου κι αυτό κοκκίνισε. Της είχαν κλέψει τον λευκό της αφρό, τους έκλεψε το λευκό των ματιών τους. Αυτό το τιμωρητικό φίλτρο της Σελήνης αποκάλυψε στους ανθρώπους όλες τις πληγές που είχαν ανοίξει στη Γη, τη γη τους. «Τα σακιά που κουβαλώ δεν είναι δικά μου αλλά δικά σας» φωνάζει η Παλίρροια και οι άνθρωποι με τους κόκκινους πια βολβούς δείχνουν να την καταλαβαίνουν, πράγμα που εκπλήσσει και την ίδια. Υπάρχει, πλέον, μια δίοδος επικοινωνίας μεταξύ τους χάρη στη μαεστρία της Σελήνης. Σαν υπνωτισμένοι οι άνθρωποι ξεκίνησαν ένας ένας να πέφτουν στην αγκαλιά της Παλίρροιας και να γίνονται ένα με τα σακιά της. Η ίδια αισθάνθηκε ξαφνικά ισχυρή καθώς είχε μέσα της τους ανθρώπους. Ένιωσε ότι ξεφεύγει έστω για λίγο από τον έλεγχο της αδελφής της, ένιωσε ότι μπορεί να υπάρξει σε αυτή τη συγχρονία, μόνη και αυτόνομη.

Η αυθυπαρξία της, όμως, δεν κράτησε για πολύ καθώς η Σελήνη σαν άλλη μαριονετίστα άσκησε αναπόφευκτη έλξη στην Παλίρροια, που την ανάγκασε να τραβήξει πίσω τα κόκκινα νερά της και να ελευθερώσει τους ανθρώπους από το ασφυκτικό της αγκάλιασμα. Το λιμάνι της πόλης ξανά σαν βρώμικος βάλτος γέμισε από ανήμπορους ανθρώπους, ανήμπορους να μιλήσουν, να κινηθούν με κατακόκκινα σαν παλίρροια μάτια.

Ο Αλέξανδρος Αντωνίου γεννήθηκε στη Μυτιλήνη και τα τελευταία (πολλά) χρόνια ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία από επιλογή αλλά δεν ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και πάλι από επιλογή. Έχει τελειοποιήσει την τέχνη του tsundoku. Τον χειμώνα εντοπίζεται στις πρώτες σειρές καλών θεατρικών παραστάσεων, το καλοκαίρι στα πρώτα τραπέζια καλών ταβερνών της πατρίδας του της Λέσβου

error: Content is protected !!