Βάζω Netflix.
«Η Δίκη» του Welles σε ασπρόμαυρο,
αλλά όχι σαν τα φίλτρα στο Insta –
αυτά πονάνε τα μάτια και σε 24 ώρες χάνονται.
Ο Κ. έχει θέμα.
Ξυπνά και κάτι δεν πάει καλά.
(Been there.)
Τον ψάχνουν,
αλλά κανείς δεν λέει το γιατί.
Σαν το IT όταν κρασάρει το laptop
αλλά φταις εσύ.
Σκηνικά γεμάτα φακέλους,
γραφεία μέχρι τον ορίζοντα.
Όλοι ψιθυρίζουν,
κανείς δεν βοηθά.
Ο Κ. τρέχει.
Ρωτά, περιμένει.
(Σαν να προσπαθείς να συνεννοηθείς με τον υπάλληλο πίσω από τον γκισέ της εφορίας.)
Η κάμερα τον χάνει.
Μένει στην άκρη,
σαν tab που νόμιζες ότι ήταν σημαντικό εχθές
αλλά σήμερα κλείνεις χωρίς δεύτερη σκέψη.
Και τότε
μια διαφάνεια ανοίγει.
Όχι στον browser.
Κάτι σαν θύρα σε safe mode,
όπου ο χρόνος δεν κρασάρει
κι ο Κ. στέκει
buffer μεταξύ πτώσης και εξόδου.
Στο τέλος κάτι πύλες ανοίγουν.
Όχι αυτές του Παραδείσου.
Ίσως του Zoom.
«The host will let you in soon.»
Spoiler: δεν θα σε βάλει ποτέ.
Κοιτάμε κι οι δυο.
Κι εγώ κι ο Κ.
Μαύρη οθόνη.
Η συνάντηση ακυρώθηκε.
Λες η έξοδος να ήταν το concept;
Ο Αλέξανδρος Αντωνίου γεννήθηκε στη Μυτιλήνη και τα τελευταία (πολλά) χρόνια ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία από επιλογή αλλά δεν ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και πάλι από επιλογή. Έχει τελειοποιήσει την τέχνη του tsundoku. Τον χειμώνα εντοπίζεται στις πρώτες σειρές καλών θεατρικών παραστάσεων, το καλοκαίρι στα πρώτα τραπέζια καλών ταβερνών της πατρίδας του της Λέσβου.