Επιλογή Σελίδας
Αρχική 9 Κείμενα 9 Πεζά 9 «Πειραιάς» από την Σοφία Κουζούμη

«Πειραιάς» από την Σοφία Κουζούμη

από | Απρ 24, 2025 | Πεζά, Κείμενα

«Επόμενη στάση, Πειραιάς». Έφτασα. Κατεβαίνω από το τρένο και, πριν βγω από το παλιό κτίριο του Ηλεκτρικού Σταθμού, κοιτάζω ψηλά στο ρολόι κάτω από τη γυάλινη, θολωτή οροφή. Σε μισή ώρα θα συναντήσω τη Χριστίνα στην πλατεία Κοραή, μπροστά από το σχολείο μου.

Κοντοστέκομαι στην έξοδο και αντικρύζω το λιμάνι καθώς προσπαθώ να αποφασίσω ποιο δρόμο θα πάρω. Μπροστά μου τα πλοία για Κυκλάδες, δεξιά, προς τον Άγιο Διονύση, για Κρήτη αριστερά, προς την πλατεία Καραϊσκάκη, για Αργοσαρωνικό. Και πέρα από αυτά, οι ντόκοι με τις μπίντες και τα κρένια για τα φορτηγά πλοία από όλον τον κόσμο. Γύρω από το λιμάνι τα κτίρια των μεγάλων ναυτιλιακών εταιριών. Κίνηση, φασαρία, λεωφορεία, αυτοκίνητα, πολυκοσμία. Μερικές φορές το απολαμβάνω, είμαι πια επισκέπτης, στην καθημερινότητα μπορεί και να με κούραζε, πάνε τώρα σαράντα χρόνια που έφυγα για σπουδές και δεν ξαναγύρισα. 

Στρίβω αριστερά, θα κόψω δρόμο από την Αλιπέδου, στα στενά της αγοράς πίσω από τον Ηλεκτρικό Σταθμό.  Αισθάνομαι μια λιγούρα, με τραβάει η μυρωδιά του μπουγατσατζίδικου του Θεσσαλονικιού στη γωνία. Ο πατέρας μου δούλευε λιμενεργάτης, πάντα στη βραδινή βάρδια, και έφερνε μπουγάτσα σε εμένα και τις αδερφές μου για πρωινό. Μμμ, η ίδια ακριβώς γεύση! Έχω οργώσει όλη τη γη, η γεύση του κεμπάπ, του σάμαλι, του γαλακτομπούρεκου στον Πειραιά είναι μοναδική. Περνάω τα παλιά καφενεία, τα μαγεριά, τα πρακτορεία εισιτηρίων και τα ξενοδοχεία «για λίγες ώρες», και φτάνω στον Αρμένη. Λίγο πιο πέρα ο Μανδραγόρας. Τρύπες, τα έλεγε η μάνα μου, που βρίσκεις τα πάντα. Με έπαιρνε μαζί της και αγοράζαμε μπαχαρικά. Έχουν αλλάξει. Δεν είναι πια μαγαζάκια, διάδρομοι σε σκοτεινές, μουχλιασμένες, πέτρινες αποθήκες, είναι φωτεινά, καθαρά, gourmet παντοπωλεία. Το μόνο που δεν έχει αλλάξει είναι η μυρωδιά, αυτός ο παστουρμάς και τα πιπέρια μου σπάνε τη μύτη! Είμαι ήδη στο Ταχυδρομείο. Ακούω τη φωνή της μάνας μου, «Εδώ απέναντι είναι η Χριστιανική Ένωση. Θα σου πάρω συναξάρια, είσαι τόσο έξυπνο παιδί, ξέρεις να διαβάζεις, κι ακόμα δεν έχεις πάει σχολείο».

Λίγο ακόμα και θα φτάσω στο Δημοτικό Θέατρο. Γιατί μου κορνάρει αυτός ο ταξιτζής;  Μη μου πεις πως πάλι ξεχάστηκα και περπατάω στο δρόμο; Πώς καταλαβαίνουμε πως κάποιος είναι Πειραιώτης; Δεν περπατά ποτέ στο πεζοδρόμιο. Συγγνώμη, φίλε ταρίφα, το έχω ξεπεράσει το σύνδρομο του πεζοδρομίου, αλλά όταν επιστρέφω στον Πειραιά επανέρχεται αυτόματα.

Είμαι πια στο κέντρο. Όλα τα λιμάνια έχουν δύο πρόσωπα. Η Μασσαλία, η Αμβέρσα, το Λίβερπουλ, ίδια με τον Πειραιά. Γύρω απ’ το λιμάνι, οι φτωχογειτονιές, τα φτηνομάγαζα, οι εργάτες, τα λαϊκά στρώματα, και στο κέντρο η αστική τάξη με λούστρο παντού, στους τρόπους, στα ρούχα, στα μαγαζιά, στις αλυσίδες πολυκαταστημάτων, στα καφέ, στα εστιατόρια, λούστρο παντού. Σε αυτό το κομμάτι μάθαμε να πίνουμε φραπέ αντί για ελληνικό, εδώ πηγαίναμε σινεμά, Grease και Saturday Night Fever. Στο πατάρι στη Fontana, στην πασαρέλα στο Πασαλιμάνι, φίλησα το πρώτο μου κορίτσι, την Άννα, που είχα γνωρίσει σε ένα πάρτι όταν ήμουν 15 χρονών, εδώ κάπνισα το πρώτο μου τσιγάρο για να της κάνω εντύπωση.

Η Χριστίνα στέκεται μπροστά στο Δημαρχείο, δίπλα στην Ιωνίδειο. Με όλες αυτές τις καραντίνες έχω να τη δω τρία χρόνια. Θα της πάρω τον αγαπημένο της καφέ, θα την κρατήσω απ’ το χέρι, θα πάμε τη μεγάλη μας βόλτα στο Πασαλιμάνι και θα φτάσουμε ίσαμε το Σταυρό στην Πειραϊκή. Κι εκεί, δίπλα στη θάλασσα που αγαπώ τόσο πολύ, όσο μιλάμε και μοιραζόμαστε τις χαρές μας, τις λύπες μας, τις ανησυχίες, τους φόβους, τις σκέψεις, τις ελπίδες και τα όνειρά μας, θα με ρωτήσει όπως πάντα, «Όταν είσαι εδώ, είσαι χαλαρός, γλυκός, τρυφερός, συναισθηματικός, είσαι καλύτερος άνθρωπος. Πότε θα έρθεις πίσω, Νίκο μου;”. Κι εγώ θα της απαντήσω, όπως πάντα, «Ποτέ. Δεν θα γυρίσω ποτέ. Ποτέ δεν θα ξαναζήσω στον Πειραιά».

Τί να της πω; Πως αυτός, ο πραγματικός μου εαυτός, είναι τόσο πληγωμένος που έχω εφεύρει τον ψυχρό αίμα Νίκο για να τον κρύψω βαθιά μέσα μου; Εδώ υπάρχει πολύ παρελθόν, πικρές αναμνήσεις. Αν δε βρω τη δύναμη να αντιμετωπίσω όλες τις θαμμένες πληγές, δεν θα ξαναγυρίσω ποτέ. Θα επιστρέφω για λίγο και θα κάνω αυτό που με έμαθε ο Πειραιάς να κάνω, να φεύγω από παντού.

Η Σοφία Κουζούμη γεννήθηκε στον Πειραιά, είναι πτυχιο΄ύχος Βιολογίας του ΕΚΠΑ και φοιτήτρια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών Δημιουργικής Γραφής του ΕΑΠ. Την ευχαριστούμε για το κείμενο, που ταξιδεύει εσωτερικά και εξωτερικά τον αναγνώστη εκεί που πάντα πρέπει να οδεύει η λογοτεχνία : σε μια βαθύτερη αποκάλυψη του εαυτού με τα εργαλεία της γραφής.

error: Content is protected !!