Η διδάκτωρ Ιταλικής Φιλολογίας και καθηγήτρια Δημιουργικής Γραφής Άννα Γρίβα απαντά σε 10+1 ερωτήσεις της Αλεξάνδρας Μάνου για τη Δημιουργική Γραφή, τους νέους συγγραφείς, τις δυσκολίες και πηγές έμπνευσης και το γιατί γράφουμε.
Ποιήτρια, πεζογράφος, μεταφράστρια ιταλικής λογοτεχνίας και καθηγήτρια Δημιουργικής Γραφής. Ποια από όλες αυτές τις τόσο αξιόλογες ιδιότητες απολαμβάνετε περισσότερο και γιατί;
Κατά τη γνώμη μου, κάθε δράση μας, κάθε προσπάθειά μας, κάθε διαφορετικός τρόπος έκφρασης είναι κομμάτι του ενός εαυτού μας. Ως εκ τούτου, η συγγραφή, η μετάφραση και η διδασκαλία της λογοτεχνίας αποτελούν για εμένα διαφορετικούς τρόπους μέσα από τους οποίους μπορώ να εξερευνήσω αυτό που περισσότερο αγαπώ, δηλαδή τη λογοτεχνία, τη γλώσσα της, τους προβληματισμούς και τις συγκινήσεις που εγείρει. Παρ’ όλα αυτά θα έλεγα πως τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τη στιγμή εκείνη που αρχίζει να «φτερουγίζει» μέσα σε έναν δημιουργό η έντονη ανάγκη να γράψει. Πραγματικά, τίποτε δεν μπορεί να ανταγωνιστεί αυτή τη στιγμιαία αλλά και αγωνιώδη ευτυχία.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη Δημιουργική Γραφή και τα προγράμματα που υπάρχουν στην Ελλάδα; Είναι εφάμιλλα με εκείνα του εξωτερικού; Με ποια κριτήρια επιλέγει κάποιος;
Θεωρώ πως υπάρχουν προγράμματα που είναι εφάμιλλα αξιόλογων προγραμμάτων του εξωτερικού, αλλά σίγουρα υπάρχουν και πολλά προγράμματα-σεμινάρια που κυκλοφορούν στην αγορά και χαρακτηρίζονται από προχειρότητα και ημιμάθεια. Δεν μπορώ να γνωρίζω τα κριτήρια με τα οποία ο καθένας επιλέγει ένα πρόγραμμα, αλλά σίγουρα ένας άνθρωπος που είναι έμπειρος αναγνώστης και ίσως έχει και κάποιες σπουδές σχετικές με τη λογοτεχνία, μπορεί να διακρίνει τις ποιοτικές διαφορές ήδη μελετώντας την προτεινόμενη οργάνωση των μαθημάτων.
Πιστεύετε ότι υπάρχει αρκετή αλληλεπίδραση μεταξύ νέων ανθρώπων που ενδιαφέρονται για τη λογοτεχνία σήμερα; Θα βοηθούσαν πρακτικές του τύπου λογοτεχνικά σαλόνια στην ανάδειξη πιο ποιοτικών νέων δημιουργών;
Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί κύκλοι δημιουργών, που συχνά συσπειρώνονται γύρω από περιοδικά ή άλλες καλλιτεχνικές δράσεις. Το διαδίκτυο έχει βοηθήσει άλλωστε στην οργάνωση και στην επικοινωνία μειώνοντας τους περιορισμούς που θέτουν οι διαφορετικοί τόποι και χρόνοι. Πάντως, παρατηρώ μια μεγάλη ανάγκη για διά ζώσης συνύπαρξη, διάλογο και επικοινωνία. Για παράδειγμα, συμμετέχω στη συντακτική ομάδα ενός νέου έντυπου περιοδικού, του Μουσών, και βλέπω πως ανά έξι μήνες, κάθε φορά δηλαδή που κυκλοφορεί ένα νέο τεύχος, στην παρουσίαση-ανοιχτή συζήτηση που διοργανώνουμε προσέρχεται πολύς κόσμος, όλων των ηλικιών, με διάθεση να συζητήσει «φλέγοντα» καλλιτεχνικά θέματα.
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι ασχολούνται με την γραφή και κάποιοι αποσκοπούν στο να την κάνουν επάγγελμα. Πόσο εφικτό πιστεύετε ότι είναι αυτό και σε τι βάθος χρόνου;
Για να κάνει κάποιος τη συγγραφή επάγγελμα (κι αυτό σε έναν βαθμό βέβαια μπορεί να γίνει, από τη στιγμή που η ελληνική αγορά βιβλίου είναι περιορισμένη), θα πρέπει να μετρήσει πολλά χιλιόμετρα στον χώρο της λογοτεχνίας και συνήθως θα χρειαστεί να δουλέψει πολύ και σε διαφορετικούς σχετικούς τομείς, π.χ. μετάφραση, επιμέλεια, δημοσιογραφία, κριτική, δοκίμιο, διδασκαλία.
Ποια είναι η βασικότερη πηγή έμπνευσής σας όταν γράφετε; Ποιος είναι ο ρόλος των προσωπικών βιωμάτων στο έργο σας και πώς τα συνδυάζετε με τη φαντασία και το σκοπό για τον οποίο γράφετε;
Γράφω ποίηση, διήγημα και ιστορικό μυθιστόρημα. Η ποίησή μου αντλεί πολύ συχνά από τον μύθο και την ιστορία. Αυτό δεν σημαίνει πως εκεί δεν εμπλέκεται και το προσωπικό μου βίωμα, αφού για εμένα το προσωπικό βίωμα δεν είναι μόνο οι εμπειρίες της καθημερινότητας και οι σχέσεις μου με τους ανθρώπους που με περιβάλλουν, αλλά και τα πνευματικά βιώματα, οι γνώσεις, τα ερεθίσματα, τα αναγνώσματα, οι επιστημονικές μου μελέτες, οι εσωτερικές αναζητήσεις μου. Έτσι, συχνά μέσα από τους μύθους και τα ιστορικά πρόσωπα που πραγματεύομαι «μιλούν» και οι δικές μου πνευματικές αγωνίες. Ιδιαιτέρως με συγκινούν τα πρόσωπα της ιστορίας που σημείωσαν μεγάλες υπερβάσεις στην ιστορία των ιδεών, με θάρρος και προσωπικό κίνδυνο, αλλά και τα μυθικά αρχέτυπα που φωτίζουν τη θέση του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν και τη φύση.
Στα ιστορικά μου μυθιστορήματα με ενδιαφέρουν ιδιαιτέρως οι περίοδοι των μεγάλων μεταβάσεων: η καμπή μεταξύ αρχαίου και μεσαιωνικού κόσμου, η Αναγέννηση, ο 19ος αιώνας και η γέννηση του νεότερου κόσμου μέσα από μεγάλες πνευματικές και κοινωνικές συγκρούσεις. Και επιλέγω να εστιάσω πρωτίστως σε γυναίκες ηρωίδες, γιατί με ενδιαφέρει να δούμε το παρελθόν του κόσμου μέσα από τη θηλυκή εμπειρία, να άρουμε την αποσιώπηση πάνω στην οποία προσκρούουμε συχνά μελετώντας τις διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Το ιστορικό μυθιστόρημα είναι ένα πολύ σοβαρό και κοπιώδες έργο, όταν κάποιος θέλει να το υπηρετήσει με συνέπεια.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία και η μεγαλύτερη απογοήτευση που συναντήσατε στο χώρο της συγγραφής;
Γενικά τα αντιμετωπίσω όλα στωικά, δεν εξέλαβα ποτέ τα όποια πρακτικά εμπόδια μπορεί να συνάντησα ως ανυπέρβλητες δυσκολίες ούτε ως απογοητεύσεις. Πιο πολύ κυριαρχεί μέσα μου η πίστη πως αυτό που προσπαθώ να κάνω έχει αξία για εμένα και την προσωπική μου αναζήτηση – και αφήνω τον χρόνο να βοηθήσει τις προσπάθειές μου.
Όταν μεταφράζετε ιταλική λογοτεχνία, βρίσκετε ομοιότητες με την ελληνική; Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για το μεταφραστή;
Η ιταλική και η ελληνική λογοτεχνική παράδοση παρουσιάζουν πολλές συγκλίσεις και τομές. Ελλάδα και Ιταλία είναι δύο γειτονικές χώρες με πολιτιστικούς δεσμούς αιώνων. Για παράδειγμα, δεν θα υπήρχε Αναγέννηση χωρίς τα ελληνικά κείμενα, ούτε επτανησιακή ποίηση χωρίς τις ιταλικές επιδράσεις. Η μεγαλύτερη πρόσκληση για έναν μεταφραστή είναι «να πιάσει το πνεύμα» ενός κειμένου, πράγμα που μπορεί να σημαίνει πολλά διαφορετικά πράγματα, π.χ. ένα πολυεπίπεδο ύφος που πρέπει να αποδοθεί σε μια άλλη γλώσσα ή τις ιδέες μιας μακρινής εποχής που «περνούν» αναγκαστικά μέσα από τις λεπτές αποχρώσεις της γλώσσας.
Τελικά γιατί γράφουμε;
Γιατί η γλώσσα είναι ένα εργαλείο διερεύνησης του πνεύματος και των δυνατοτήτων του, της ψυχής και των αναγκών της. Ειδικά η λογοτεχνία είναι μια γλώσσα που διευρύνει τα νοήματα και δίνει πολλαπλές όψεις και βάθος στην παγιωμένη σύλληψη του κόσμου. Και κυρίως: η λογοτεχνία μάς λέει ιστορίες που συμπυκνώνουν και ενοποιούν τη διασπασμένη εμπειρία μας. Μας κάνει πιο σοφούς μέσα από τη συγκίνηση.
Η Άννα Γρίβα (Αθήνα, 1985) σπούδασε Φιλολογία στην Αθήνα και Ιστορία της Λογοτεχνίας στη Ρώμη. Είναι διδάκτωρ Ιταλικής Φιλολογίας, με αντικείμενο την αναγεννησιακή ποίηση. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές. Το ποιητικό της βιβλίο Η χαμένη θεά (Μελάνι, 2023) έλαβε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ η συλλογή της Δαιμόνιοι (Μελάνι, 2020) τιμήθηκε με το Βραβείο «Γ. Αθάνας» της Ακαδημίας Αθηνών. Επίσης, έχει εκδώσει μία συλλογή διηγημάτων (Τα ζώα θεοί, Κίχλη, 2021) και δύο ιστορικά μυθιστορήματα (Η Ελληνίδα σκλάβα, Μελάνι, 2022, Εξόριστες Βασίλισσες, Μελάνι, 2021). Ποιήματα και πεζά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ η ίδια μεταφράζει ιταλική λογοτεχνία. Η μετάφρασή της στα ποιήματα της Laura Battiferra τιμήθηκε το 2020 από το Ιταλικό Ινστιτούτο της Αθήνας στο πλαίσιο των Βραβείων Λογοτεχνικής Μετάφρασης. Το πεζογράφημά της Η Σικελή μάγισσα βραβεύτηκε με το 1ο Βραβείο του Ομίλου για την UNESCO Τεχνών, Λόγου & Επιστημών. Ασχολείται ερευνητικά με την αρχαία γραμματεία και την πρόσληψή της στην Ιταλική Αναγέννηση. Έχει εκδώσει μια μελέτη (μαζί με τον Μάρκο Δενδρινό) για τον πλατωνικό Παρμενίδη (Πλάτωνος Παρμενίδης, Οντολογία του ενός στην πλατωνική θεωρία των ιδεών, Ζήτρος, 2021), καθώς μια μονογραφία για τη σαπφική ποίηση (Αφροδίτες, Σμίλη, 2022). Διδάσκει Δημιουργική Γραφή στο ΕΑΠ και στο ΕΚΠΑ.