Είχε ετοιμάσει τακτικά το διαβατήριό της, είχε φορέσει τα καλά της παπούτσια και το μυρωδάτο μαντήλι της, τα οποία κρατούσε σε ξεχωριστό συρτάρι και τα έβγαζε μόνο στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, πάντα παρούσα στην εκκλησία του χωριού. Στα εβδομήντα της χρόνια η κόρη της, της είχε κάνει ένα απρόσμενο δώρο· ένα ταξίδι στον τόπο που γεννήθηκε, το Αϊβαλί. Λαχταρούσε να γνωρίσει, ή μάλλον να ξαναθυμηθεί, την πατρίδα από την οποία έφυγε παιδί και είχε καταστρώσει στο μυαλό της ένα ολόκληρο σχέδιο για το πώς θα αξιοποιούσε τις ώρες της εκεί.
«Άιντε μάνα, πάμε, θα το χάσουμε το καραβάκι» φώναξε η κόρη και το ταξίδι της, το προσωπικό, το κατάδικό της, ξεκίνησε. Δεν ήταν δα και κανένα μεγάλο ταξίδι, μόλις μιάμιση ώρα από το λιμάνι της Μυτιλήνης ήταν το Αϊβαλί. Όλα αυτά τα χρόνια το έβλεπε από το παράθυρο του σπιτιού της και το αισθανόταν τόσο μακριά αλλά και τόσο κοντά της αφού το κουβαλούσε μέσα της. Δεν ήταν συνηθισμένη στη θάλασσα, δεν της άρεσε αυτή η αβεβαιότητα του νερού. Η γη προσφέρει στέρεο πάτημα, σίγουρο, η θάλασσα είναι απρόβλεπτη, ανεξέλεγκτη. Άλλη μία φορά είχε μπει στο καράβι, για να δει τον γιο της στην Αθήνα. Τότε ταξίδευε με την ιδιότητα της μάνας, τώρα, ταξιδεύει σαν κάτι πιο γήινο και πιο αόριστο: σαν πεθυμιά, σαν ένωση, όπως ένας καρπός που πέφτει από το δέντρο και πάει να συναντήσει στο χώμα τις ρίζες του δέντρου απ’ το οποίο προήλθε.
Την ένιωσε την ένωση αυτή με το που βγήκε από το τελωνείο του Αϊβαλιού και ανοίχτηκε μπρος στα μάτια της η μεγάλη προκυμαία πολύβουη και χαώδης. Περπάτησαν για ώρα στην προκυμαία της πόλης, απόλαυσαν τη μυρωδιά της θάλασσας, το δροσερό αεράκι που σκορπούσε το άρωμα από το καλό της μαντήλι και την έκανε να αισθάνεται χαρούμενη μέσα στην πληρότητά της. Οι Τούρκοι της προκάλεσαν έκπληξη. Τόσα χρόνια στην απέναντι μεριά, της Μυτιλήνης, είχε μάθει να τους φοβάται, να τους θεωρεί χοντροκομμένους ανθρώπους, «Τουρκαλάδες» συνήθιζε να τους λέει. Είχε να θυμάται τον φόβο και το άγχος της όταν πρώτη φορά της είχε πει η κόρη της ότι θα πάει με το καραβάκι στο Αϊβαλί μια Πέμπτη που είχε παζάρι. Τώρα, όμως, έβλεπε ανθρώπους χαμογελαστούς, καλοσυνάτους, ανθρώπους όχι τόσο διαφορετικούς από εκείνη.
Πρώτη στάση σε ένα καφενείο της προκυμαίας να πιουν έναν καφέ, για να ξεκουραστούν λιγάκι. Της καλοφάνηκε που ο σερβιτόρος ήξερε ελληνικά και του ζήτησε έναν ελληνικό με ζάχαρη στη μύτη του κουταλιού. Αλλά μετά της τα χάλασε. «Όπως θέλουν τα λένε οι Τουρκαλάδες» στράφηκε στην κόρη της, «άκου εκεί να μου φέρει τον καφέ και να μου τον πει τούρκικο, εγώ ελληνικό ζήτησα και ελληνικό καφέ θα πιω κι ας λέει ότι θέλει αυτός». «Έλα βρε μάνα τώρα, τι τούρκικος τι ελληνικός. Ο ίδιος καφές είναι, σιγά το πράμα» της αντιγύρισε η κόρη της. Να, αυτά δεν μπορούσε να ακούει και κάπως την πίκραιναν αλλά δεν ήθελε να πει και τίποτα. Είχε μάθει τόσα χρόνια να ακούει. Άκουγε αλλά δεν απαντούσε, είχε συνηθίσει στον ρόλο του ακροατή και αισθανόταν ασφαλής έτσι.
«Θέλω να πάω να βρω το σπίτι μου. Θυμάμαι τον ντουσιμέ που ανεβαίναμε πίσω από την εκκλησία και πάντα μας περίμενε η μάνα μου ποτίζοντας με το λάστιχο τα λουλούδια στην αυλή» εξομολογήθηκε στην κόρη της και ξεκίνησαν να μπουν στα ενδότερα της πόλης, ακολουθώντας τα στενά, πλακόστρωτα σοκάκια του Αϊβαλιού. Βρήκαν την εκκλησία του Ταξιάρχη, η οποία έστεκε όπως ακριβώς την είχε αποτυπωσει το παιδικό της βλέμμα: τα δέκα ημικυκλικά σκαλοπάτια που οδηγούσαν μέσω της πάντα ανοιχτής καγκελόπορτας στην αυλή της εκκλησίας, η οποία ήταν φυτεμένη με τριαντάφυλλα και γαρύφαλλα, που η μυρωδιά τους ευώδιαζε σε όλη τη γειτονιά. Αφού άναψε ένα κερί και προσκύνησε την εικόνα του Αγίου κι έμεινε να κοιτάζει το μαρμάρινο τέμπλο που θυμόταν από μικρή να την εντυπωσιάζει – «πάλι καλά που οι Τουρκαλάδες τον άφησαν ήσυχο τον Άγιο αλλιώς θα τους είχε τιμωρήσει» σκέφτηκε – πήρε το δρόμο για το σπίτι των γονιών της, το σπίτι της. Καθώς πήρε την τελευταία στροφή στον ανηφορικό δρόμο, αντίκρυσε την ολάνθιστη βουκαμβίλια της μάνας της με τα κόκκινα άνθη της και λύγισε. Νόμιζε θα βγει η μάνα της από την ξύλινη πόρτα, να τη μαλώσει που άργησε για το μεσημεριανό και περίμενε ο πατέρας της κουρασμένος και νηστικός στο στρωμένο τραπέζι. Έπιασε την κόρη της απ’ το μπράτσο και προχώρησε δειλά, με βήμα αβέβαιο, σαν να ήταν θάλασσα από κάτω της και όχι το χώμα του πατρικού της σπιτιού, προς την αυλή. Τις καλημέρισαν δύο μεσήλικες γυναίκες, αδελφές απ’ όσο κατάλαβαν στη συνέχεια, οι οποίες κατοικούσαν στο σπίτι. Δεν ήθελε να μπει στο εσωτερικό του σπιτιού και δεν μπήκε, αφού από μικρή αισθανόταν την αυλή με τη βουκαμβίλια το δωμάτιό της, το σπίτι μέσα στο σπίτι της. Τις κέρασαν καφέ – συγκρατήθηκε για να μην αντιδράσει στο άκουσμα της λέξης «τούρκικος» δίπλα στον αγαπημένο της καφέ – και με μισά Ελληνικά, λίγα Τουρκικά που θυμόταν αλλά κυρίως με νοήματα και χειρονομίες έμαθε την ιστορία του σπιτιού και της γειτονιάς της από τις τωρινές ενοίκους.
«Πάμε μάνα, το καραβάκι δεν θα περιμένει εμάς» της φώναξε η κόρη της και σηκώθηκαν πια να φύγουν. «Αν και Τουρκάλες, καλές γυναίκες ήταν και κατάφεραν να κρατήσουν τη βουκαμβίλια της μάνας μου. Άξιες» είπε στην κόρη της. «Άιντε πάμε τώρα, με περιμένει το σπίτι μου στο χωριό, λείπω πόσες ώρες». Κατέβηκαν το πλακόστρωτο δρομάκι, έκανε το σταυρό της μπροστά στην εκκλησία του Ταξιάρχη, πήρε λίγο μπακλαβά για την ξαδέρφη της στο χωριό και μπήκαν στο καραβάκι, για να γυρίσουν στη Μυτιλήνη.
Πρώτη φορά έβλεπε η κόρη της μια υποψία χαμόγελου στο πρόσωπο της μάνας, ένα πρόσωπο εκφραστικό μόνο στις λύπες και στις στενοχώριες. «Μάνα, ξέχασες πουθενά το καλό σου το μαντήλι; Τώρα πρόσεξα ότι δεν το φοράς» τη ρώτησε, αλλά εκείνη γύρισε τη ματιά στο φινιστρίνι να κοιτά το Αϊβαλί που απομακρυνόταν καθώς έδυε ο ήλιος και χάιδευε μέσα στην τσέπη της το καλό της το μαντήλι, έχοντας μαζέψει μέσα του λίγο χώμα από την αυλή του σπιτιού που γεννήθηκε.
Ο Αλέξανδρος Αντωνίου γεννήθηκε στη Μυτιλήνη και τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία από επιλογή αλλά δεν ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και πάλι από επιλογή. Έχει τελειοποιήσει την τέχνη του tsundoku. Τον χειμώνα εντοπίζεται στις πρώτες σειρές καλών θεατρικών παραστάσεων, το καλοκαίρι στα πρώτα τραπέζια καλών ταβερνών της πατρίδας του της Λέσβου.